«Κάθομαι τώρα εγώ και αντικρίζω στο Διαδίκτυο μια φωτογραφία από παραλία γερμανική, όπου είναι αραδιασμένες οι δικές τους τύπου ξαπλώστρες πάνω στην άμμο και κόσμος, ντουνιάς αραγμένος πάνω τους.
Ειδυλλιακή εικόνα! Χαρά Θεού, ομορφιά, να το πιεις το ενσταντανέ στο ποτήρι.
Κι ύστερα σκέπομαι τι λείπει από το πλάνο. Και ξανακοιτάω και καταλαβαίνω ότι έχει άμμο, έχει ανθρώπους, έχει ξαπλώστρες, αλλά δεν έχει το κυριότερο. Δεν έχει θάλασσα!
Ξέρω γιατί δεν έχει. Το γνωρίζω πολύ καλά, διότι ήμουν εκεί, καλοκαίρι καιρό, πριν από κάτι χρονάκια. Τότε που λεφτά υπήρχαν και το κορίτσι που κοιμάται πλάι μου επέμενε ότι μια εβδομάδα των θερινών μας διακοπών έπρεπε σώνει και καλά να την αφιερώνουμε σε αυτοκινητάδα στην Κεντρική Ευρώπη.
Και κάπως έτσι βρεθήκαμε στη Βαλτική. Καλοκαίρι καιρό επιμένω, φουλ ήλιο, αλλά να μη σε καίει, να μη σε τσουρουφλάει. Βρουμ, βρουμ, το αμαξάκι, να σου τον Ελληνα με την κυρία του στο Χαϊλίνγκενταμ. Στο πιο εξκλουσίφ θέρετρο της Γερμανίας, όπου πήγαιναν παλαιότερα ο Κάιζερ με την αυλή του να δροσιστούν και από κοντά πλάκωναν οι μισοί εστεμμένοι της Γηραιάς Ηπείρου.
Και είδα μια μαυρίλα. Ενα πράγμα σκοτεινό, ζοφερό, σαν στίχο σκυλάδικου άσματος. Βαθύ καφέ σχεδόν μαύρο, σαν σούπα από την Απω Ανατολή, που δεν θέλεις να ξέρεις τι έχει ρίξει ο μάγειρας μέσα. Και με φύκι σωρό στην επιφάνεια, να σε προσμένει για χειροφίλημα. Στη Βαλτική όλα αυτά, στο εξκλουσίφ το θέρετρο, στους πρίγκιπες κ.λπ. κ.λπ. Με τους Γερμανούς πενταχαρούμενους να μπαινοβγαίνουν στη σουπιέρα.
Ούτε το δαχτυλάκι μου το μικρό δεν βούτηξα. Μάζεψα το κορίτσι απ’ τ’ αυτί, οδηγήσαμε ώς το πλησιέστερο ξενοδοχείο (ένα Kemprinski μούρλια) και ζήτησα αμέσως μια παστούλα για να συνέλθω από το σοκ. Κι όπως τη μασούλαγα, σκέφτηκα ότι δεν θα ξαναγκρινιάξω ποτέ αν περάσει από δίπλα μου κάνα φύκι στη Βουλιαγμένη, αν δω από μακριά καμιά σακούλα στη Ραφήνα, αν πάω στη Μυτιλήνη και μου φανεί κρύο το νερό.
Ζητώ συγγνώμη αν ακούγομαι μπανάλ, αλλά σαν το ελληνικό καλοκαίρι και τις ελληνικές θάλασσες πουθενά δεν έχει. Κι άσε τις φωτογραφίες να λένε το δικό τους παραμύθι».
Από κείμενο του Χρήστου Ξανθάκη στο: provocateur.gr
πηγή:http://www.enet.gr/