Στο μικρό μου σπίτι φυλάω τα πάντα σε βαλίτσες, σε κούτες, σε μπαούλα, σε μικρές ντουλάπες, σε συρτάρια, κάτω από το κρεβάτι, πάνω στις ντουλάπες: έχω την έγνοια πως κάτι θα μου χρειαστεί στις παραστάσεις με τη φοιτητική ομάδα: παλιά ρούχα με κάποιο στιλ, σακάκια και κοστούμια αντρικά, ταγέρ γυναικεία, καπέλα, γάντια, κουρτίνες, υφάσματα, κοσμήματα παλιά, κουμπιά.
Φυσικά έχω πρόχειρη πάντα τη θαυματουργή μου ραπτομηχανή, ένα βαλιτσάκι με ψαλίδια, κλωστές σε όλα τα χρώματα, βελόνες, καρφίτσες, κόπτσες, φερμουάρ, λάστιχα, σιρίτια… κορδέλες και στην αποθηκούλα στην ταράτσα, κοστούμια εποχής, φράκα, παλτά, καμπαρντίνες… Τα ρούχα μου σιγά σιγά αναμείχθηκαν με τα θεατρικά και φτάνοντας στην αγαπημένη μου υπερβολή, θέατρο και ζωή έγιναν ένα στα εξήντα τετραγωνικά μου, ώστε πιεσμένα κάτω από τα βιβλία στις βιβλιοθήκες στριμώχθηκαν: οι χειρόγραφες σημειώσεις μου… τα δακτυλογραφημένα σενάρια της δεκαετίας ’90, επιθεώρηση, θεατρικά, εκπομπές ραδιοφώνου, συλλογές σιντί από τα δώρα των εφημερίδων…
Εγκλωβισμένη στο «μην πετάς τίποτα» της μάνας μου και στην «τρέλα» μου «έκτισα» το διάδρομο προς την κουζίνα με κούτες και πρόσφατα βιαστικά περνώντας χτύπησα το δαχτυλάκι του ποδιού μου στη σιδερένια γωνία του παλιού ξύλινου μπαούλου και μάλλον το έσπασα. Αυτό έγινε αφορμή για το πρώτο «πέταμα»: άρχισα από τα παπούτσια (η νέα γενιά παιδιών ξεκινάει από 39 και πάνω), μετά άνοιξα το ντουλάπι με τα καλώδια και τα εξαρτήματα ηλεκτρονικών συσκευών: παλιά κινητά τηλέφωνα, ακουστικά κ.λπ., συλλογή σκελετών διάφορων εποχών από γυαλιά ηλίου και οράσεως, κασετοφωνάκια ηχογράφησης και μικρές κασέτες με ραδιοφωνικές συνεντεύξεις και βιντεοσκοπημένες δουλειές και… σ’ ένα φάκελο ξεχασμένα τετράδια του 1964-65… άνοιξα ένα μικρό σπιράλ κόκκινο, πρώην γυαλιστερό (θαμπό από τον καιρό) και στην πρώτη σελίδα είδα την αυτοπροσωπογραφία μου. «Ποια είναι αυτή η αθώα μικρή που ο μπαμπάς της ήθελε να γίνει αρχιτέκτων;» σκέφτηκα. Με κάποια συστολή άνοιξα ένα άλλο μπεζοπορτοκαλί 20άφυλλο, που στο εξώφυλλο είχε τον ξυπόλυτο τοξοβόλο Μηριόνη, μάλλον, με τον δερμάτινο σκούφο, μπροστά σε μια ελιά… τέσσερις πέλεκεις κάθετους στον αέρα και μαιάνδρους στο πλαίσιο. Εγραφε «εργασιών» με περισπωμένη στο «ων» (ήμουν η μόνη πρόθυμη από 72 κορίτσια της τάξης που σήκωνα το χέρι για «ανώμαλες» εργασίες στο σπίτι): «Ανδρέας ο Κρήτης, επικαλούμενος και Ιεροσολυμίτης» εγεννήθη το 660 μ.Χ. εις Δαμασκόν, βωβός κατά την παράδοσιν μέχρι του 7 έτους της ηλικίας του και αρθρώσας τας πρώτας λέξεις του μετά την πρώτην αυτού μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων… προχωρώ την ανάγνωση. «Εγγίζει ψυχή το τέλος/ Εγγίζει και ου φροντίζεις, ουχ ετοιμάζη;/ Ο καιρός συντέμνει διανάστηθι/ εγγύς επί θύρας ο κριτής έστιν./ Ως όναρ, ως άνθος, ο χρόνος του βίου τρέχει/ Τι μάτην ταραττόμεθα;».
Ακολουθεί ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή Χρυσορρόας, ο Αγιος: ο πιο μεγάλος μελωδός της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής γεννήθηκε το 676 μ.Χ. στην Δαμασκό… διαβάζω «το μεγαλύτερο όμως δημιούργημά του υπήρξε η Οκτώηχος. Αυτή περιέχει οκτώ σειρές από διάφορα τροπάρια καθίσματα, στιχηρά, ιδιόμελα, κοντάκια, οίκους, κανόνας» ξεφυλλίζω… διαβάζω «Ερωτόκριτος»: ο ποιητής χειρίζεται έξοχα την λαϊκή γλώσσα της εποχής και αποδεικνύεται αληθινός δημιουργικός καλλιτέχνης, αλλά και ο στίχος είναι αρμονικότατος, δεκαπεντασύλλαβος, με δύναμη και ζωηρότητα… πάω πιο κάτω, διαβάζω: «η θυσία του Αβραάμ», το ποιητικό κατόρθωμα του αγνώστου Κρητικού ποιητή είναι ότι συνέθεσε ένα δραματικό αριστούργημα που είναι ανώτερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπά του. Η γλώσσα του είναι λαϊκή κρητική με λόγια στοιχεία και με πολλές λαϊκές παροιμίες δίστιχα ευχές, γνώμες και μοιρολόγια… Ακολουθεί εργασία για τον Αδαμάντιο Κοραή, ξεφυλλίζω, διαβάζω «στον απλό τάφο του με στήλη από γρανίτη με την προτομή του από χαλκό στο Μονπαρνάς γράφεται το εξής: Αδαμάντιος Κοραής, Χίος “υπό ξένην μεν, ίσα δε τη φυσάση(!) (υπογεγραμμένη στο η) μ’ Ελλάδι πεφιλημένη γην των Παρισίων κείμαι”».
Μικρά ξεβαμμένα γράμματα, πυκνογραμμένες σελίδες… κάπου υπάρχουν ίχνη καρμπόν για το αντίγραφο που θα παρέδιδα στον καθηγητή… ζαλίζομαι… κλείνω τα μάτια: ένας μαθητής πηγαίνοντας για τις πανελλαδικές ανέβηκε στον τέταρτο όροφο μιας οικοδομής στα Γιαννιτσά και έπεσε στο κενό. «Το ΕΚΑΒ παρέλαβε τον νεαρό και τον μετέφερε στο νοσοκομείο των Γιαννιτσών, όπου έγινε εκτίμηση της κατάστασης και ο 18άχρονος διασωληνώθηκε. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και καθ’ οδόν έχασε τη μάχη. Ο μαθητής έφερε κατάγματα στον θώρακα, στους πνεύμονες, στο κεφάλι και είχε ανοιχτή λεκάνη».
Στην πλάτη του «ζωγράφισα» δύο μικρά αδύναμα φτερά!