του διον διομ μανιά
τομάρι:
Ο παρτάκιας, αυτός που κοιτάει μόνο τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται και ως πουλημένο τομάρι, όταν αναφερόμαστε σε αυτόν ο οποίος για προσωπικό, συνήθως οικονομικό όφελος, πουλάει το σύνολο στο οποίο οι άλλοι νομίζουν ότι ανήκει.
– Αυτός ο παίκτης δεν δίνει την μπάλα από το αριστερό στο δεξί του παπούτσι, πόσο μάλλον στους συμπαίκτες του.
– Τι περιμένεις από το τομάρι…
οι παλιοί την χρησιμοποιούσαν ευρέως, πριν λίγα χρόνια την άκουγες συχνά.
σήμερα δεν την ακούμε και λυπάμαι που το λέω, αλλά πρέπει να ξαναμπεί στην ζωή μας στο λεξιλόγιο μας και ειδικά στο νησί μας.
όπως λέει κι ο πιο πάνω ορισμός, όταν λέμε τομάρι αναφερόμαστε σε κάποιον που για προσωπικό οικονομικό όφελος ξεπουλάει το σύνολο των επαγγελματιών του νησιού.
ο τζίρος ενός επαγγέλματος σε μια κλειστή μικρή κοινωνία είναι γνωστός.
αν υπάρχουν 10 επαγγελματίες στο χώρο πρέπει να ζήσουν όλοι, κι αυτό κανένας εισαγγελέας δεν μπορεί να το ακουμπήσει, εάν κάποιος προσπαθεί να αυξήσει το τζίρο του σε βάρος των άλλων παράνομα επειδή όλοι είναι παράνομοι, εγκληματεί.
πρέπει όλοι να ζήσουν όπως ζούσαν τόσα χρόνια, σε κλίμα συνεννόησης.
πρέπει οι επαγγελματίες να σέβουνται ο ένας τον άλλον.
πρέπει να έχουν δικαίωμα οι άλλοι να τον συνετίσουν με όμορφο τρόπο.
όταν οι άλλοι επαγγελματίες του πουν, άσε να ζήσουμε και μεις κι αυτός πάρει τηλέφωνο την αστυνομία να μάσει στην κλούβα όλους τους παράνομους επαγγελματίες αυτός ο άνθρωπος είναι “παλιοτόμαρο”.