Από καιρού εις καιρό με πιάνει μια νοσταλγία να ακούω κάποια τραγούδια. Έβαλα λοιπόν το “πέντε μάγκες στον Περαία” και όσην ώρα έπαιζε αυτό το μοναδικό ρεμπέτικο, είπα να ξαναδιαβάσω τον σύντομο βίο του καλλιτέχνη που το έγραψε, του Γιοβάν Τσαούς του ανεπανάληπτου, που ήξερε όλους τους μουσικούς δρόμους και είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι, έτσι που κανείς, ούτε ο Μάρκος δεν μπορούσε να παίξει με αυτό.
Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του και δεν τραγουδούσε επαγγελματικά, έτσι αναφέρει ηΒικιπαίδεια και συνεχίζει ο βιογράφος: Πέθανε το 1942 από δηλητηρίαση (κατανάλωσαν με τη σύζυγό του ακατάλληλη τροφή, λόγω της πείνας στη γερμανική κατοχή).
Μέσα σε αυτή την παράγραφο υπάρχει όλο το ζουμί της ζωής, καλλιτεχνικής και ανθρώπινης και δεν είναι άλλο από τον αυθορμητισμό και την αξιοπρέπεια.
Η πραγματική τέχνη βγαίνει αυθόρμητα, από ανθρώπους με πάθος, ανθρώπους που ενθουσιάζονται, που έχουν τον Θεό μέσα τους δηλαδή, που δεν μπορούν να αυτολογοκριθούν, θα σκάσουν αν δεν εκφραστούν, δεν έχουν δεύτερες και τρίτες κλπ σκέψεις που τους δημιουργούν αναστολές, δεν τους ενδιαφέρει να είναι αρεστοί στα κυκλώματα και στην πλειονότητα των ανθρώπων, πόσω μάλλον στην “εξουσία” (!!!), δεν κάνουν εκπτώσεις αξιοπρέπειας διότι δεν έχουν καμίαν απολύτως ανάγκη την μικρότητα των ανθρώπων οι πραγματικοί καλλιτέχνες αφού ζουν σε άλλα επίπεδα, μακριά από τις ευτέλειες της ανθρώπινης ψυχής και πλάι στο μεγαλείο της, έτσι κάνουν τέχνη κάθε στιγμή διότι τέχνη είναι η ζωή η ίδια.
Κι έτσι οι επόμενοι από αυτούς άνθρωποι, οι απαλλαγμένοι από την εγωιστική μικρότητα και την ζηλοφθονία του ανταγωνισμού, πάντα τους θαυμάζουν, τους εξυμνούν, αναφέρουν ως κάτι άξιο λόγου ότι αυτοί δεν μετείχαν στα κυκλώματα ή ότι ζούσαν με τον τάδε ή τον δείνα ασυνήθιστο για τους πολλούς τρόπο ή ότι ήταν άνθρωποι που πράγματι έκαναν πράξη τα όσα πρέσβευαν, δεν ήταν ανακόλουθοι έργων και λόγων και, κυρίως, ότι έμειναν αξιοπρεπείς και αλώβητοι από το σύστημα μέχρι το βιολογικό τους τέλος, το οποίον βεβαίως, όσο περισσότερο αργήσει, όσο μεγαλύτερη δηλαδή σε διάρκεια είναι η βιολογική ζωή του καλλιτέχνη, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να τον κατανικήσει ο ανθρώπινος μικρός αδύναμος εαυτός του και να τον κάνει να ενδώσει σε τιμές, σε θέσεις, σε συναναστροφές και σε άλλες ανούσιες ευτέλειες. Όσο πιο μακράς διαρκείας είναι η βιολογική ζωή, τόσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο καλλιτέχνης βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανθρώπινη φύση του, με τον εαυτό του και με τις σειρήνες της κολακείας (βραβεία, θέσεις κλπ) του συστήματος, που μόνον έχουν στόχο να τον κατεβάσουν στο επίπεδο των συγχρόνων του, να τον κάνουν όμοιόν τους, να τον ευτελίσουν, τόσο πιο πολλές είναι και οι πιθανότητες να ενδώσει αυτός, τόσο πιο ισχυρή, ατσαλένια θέληση, τόσο πιο συνειδητή, βαθιά ριζωμένη και απόλυτα τεκμηριωμένη στάση ζωής χρειάζεται να έχει για να παραμείνει στο ύψος του, να μην αυτοεξευτελιστεί αποδεχόμενος τον δήθεν θαυμασμό των ανθρώπων γύρω του.
Αυτό είναι το ένα που ένιωσα όταν για άλλη μια φορά διάβασα το βιογραφικό ενός “πρόωρα χαμένου καλλιτέχνη” ο οποίος δεν ήταν εντός των κυκλωμάτων της εποχής του.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τον απόλυτο εξευτελισμό των σύγχρονων ανθρώπων, οι οποίοι εντελώς αυθόρμητα γράφουν ή λένε, και ως να μη συμβαίνει τίποτε διαβάζουν ή ακούν ότι ο τάδε άνθρωπος πέθανε από δηλητηρίαση επειδή κατανάλωσε ακατάλληλη τροφή. Οι άνθρωποι πια δεν λένε “τρώω” ή “πίνω” αλλά λένε “καταναλώνω”. Όλες οι φυσικές πράξεις και λειτουργίες που κρατούν στη ζωή ένα φυσικό πλάσμα άνθρωπο, έχουν αντικατασταθεί από τον όρο κατανάλωση, λες και είναι ο άνθρωπος πλέον μηχάνημα. Εκεί έχει κατατάξει το είναι του, τον εαυτό και τη ζωή του ο άνθρωπος, στην κατηγορία του μηχανήματος και το έχει αποδεχτεί αυτό χωρίς ούτε καν να του κάνει εντύπωση πια, χωρίς ούτε στιγμή να το σκέφτεται ως κάτι παράδοξο. Αυτή είναι η μέγιστη ύβρις και ο μέγιστος εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της πλήρους μετάλλαξης του ανθρώπου σε γρανάζι του συστήματος που απομυζεί το οικοσύστημα καταναλώνοντας τους φυσικούς του πόρους αναίσχυντα. Αυτός είναι ο αναίσχυντος σύγχρονος άνθρωπος – καταναλωτής, ο ταυτισμένος με την χυδαιότητα.
Προσωπικά σιχαίνομαι τους ανυποψίαστους πολιτισμένους καταναλωτές διότι είναι κατ’ εξακολούθησιν και καθ’ έξιν χυδαίοι εγκληματίες στην καθημερινότητά τους αφού ζουν καταναλώνοντας, σκοτώνοντας δηλαδή, αφανίζοντας κάθε άλλη μορφή ζωής στο πέρασμά τους με τη δική τους ζωή όλοι μαζί ως ερπυστριοφόρο ανάλγητο σύστημα πάνω από τον πλανήτη.
Και μόνον οι όροι, οι λέξεις “κατανάλωση” και “καταναλωτής” μού φέρνουν αναγούλα. Παλαιότερα μου έφερναν οργή και μίσος αλλά τώρα έχω πλέον ηρεμήσει, έχω πεισθεί ότι ο καθένας πληρώνει τις επιλογές του την τελευταία του ώρα, ανάλογα με το αν φρόντισε να ζήσει = οδεύσει προς έναν θάνατο ζωογόνο ή στείρο και έτσι έχω πλέον, όπως πολλάκις ανέφερα και εδώ κατά καιρούς, απόλυτη εμπιστοσύνη στο Χάος του σύμπαντος κόσμου.
Τρέχα γύρευε τι μπορεί να νιώσει ένας καταναλωτής σαν ακούει τούτο το υπέροχο ρεμπέτικο του Γιοβάν Τσαούς. Η μαγκιά είναι γνώρισμα ανθρώπου ψυχωμένου, αξιοπρεπούς, όχι ευτελούς καταναλωτή, τόσο γελοίου που γράφει και που διαβάζει, δίχως να νιώθει τι σημαίνουν οι λέξεις, ότι ο Γιοβάν Τσαούς κατανάλωσε ακατάλληλη τροφή…
πηγή: http://yiannismakridakis.gr/