Στις δύσκολες στιγμές που πέρναγε ο τόπος μας-και δεν ήταν λίγες-επικαλούμασταν πάντα την βοήθεια της δικής μας Παναγίας, της Παναγίας των Καθαρών. Την πιστεύαμε τότε την προστάτιδά μας, δεν είχαμε το μοναστήρι της μόνο σαν τουριστικό αξιοθέατο. Το επισκεπτόμαστε με σεβασμό και δέος και στην θαυματουργή εικόνα της, αφήναμε τις δεήσεις, τα παράπονα και τις παρακλήσεις μας. Δυό-δυό, τρεις-τρεις οικογένειες συγγενείς ή φιλικές, πηγαίναμε μόλις καλοκαίριαζε με τα πόδια (πολλές φορές και ξυπόλητες οι γυναίκες) στην χάρη της.
Μας φιλοξενούσε το μοναστήρι δύο και τρεις μέρες στα πεντακάθαρα κελιά του, υποτίθεται οτι είμαστε εφοδιασμένοι με δικές μας προμήθειες και σκεπάσματα. Ο ηγούμενος πρόθυμος, μας έκανε λειτουργίες και παρακλήσεις. Η θειά η Μαρία και ο άντρας της, που κρατούσαν τα κοπάδια του μοναστηριού, με χαρά πάντα μας έδινε από το προζυμένιο ψωμί της που μοσχοβόλαγε και μας έφτιαχνε τον καφέ της υποδοχής με το απαραίτητο λουκουμάκι. Η δε δροσιά από τα πεύκα, βάλσαμο.
Μετά μου λέτε γιατί να γυρίζω συνέχεια στις παλιές σελίδες της ιστορίας μας!
Την λιτανεύαμε λοιπόν, την εικόνα της Παναγίας μας σε κάθε δύσκολη περίσταση. Σε σεισμούς, ανομβρίες κλπ. Ομαδικά την πηγαίναμε και την φέρναμε πάλι πίσω από την Μητρόπολη, που έμενε για κανα δυο μέρες για προσκύνημα.
Είμαι σίγουρη, ότι ο καθένας μας ατομικά προσευχόμαστε στην αγιότητά της, για την υγεία της οικογένειας, την ανεργία των παιδιών μας και την ορθοπόδηση αυτών των άτιμων των οικονομικών μας.
Μήπως θάπρεπε όμως, αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει το νησί, ομαδικά, πάλι, να την παρακαλέσουμε με ευλάβεια σε μια λιτανεία;
Δοκιμασμένες οι παληές μέθοδοι, σας λέω . Τίποτ’ άλλο δεν μας σώζει. Η τελευταία μας ελπίδα.
Σαν να την ξεχάσαμε την θαυματουργή Παναγία μας και φυσικό είναι να μας ξεχάσει κι αυτή !
Μια Θιακιά