Τα μοσχοαναθρεμένα βλαστάρια μας, δεν θα ξέρουν σίγουρα τη σεβαστή τάξη αυτών των επαγγελματιών, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, για λίγες πενταροδεκάρες στα ευαίσθητα ποδαράκια μας.
Τότε που δεν πετούσαμε τα ελάχιστα φθαρμένα παπουτσάκια μας, απλά τα επιδιορθώναμε στον τσαγκάρη μας. Υπήρχε και αυτό το επάγγελμα. Ζούσαν οικογένειες και οικογένειες απ’ αυτό.
Λίγα ονόματα μου έρχονται στο νού και μπορει να αδικήσω άλλους καταξιωμένους ανθρώπους στο επάγγελμα, Ο Καραπέτρος-που μετέπειτα έβγαλε καπεταναίους γιούς- τίμιος ιδρώτας.
Ο Σαγιάς, με το υποδηματοποιείο μπροστά ,ο Θωμάς ο χοντρός, ο Κουγιανός, που μέχρι και πρόσφατα τον θυμόμαστε, ο Ρωλογάς απ’ το Κιόνι.
Τότε που δεν είχαμε δέκα ζευγάρια παπούτσια για κάθε σαιζόν !
Θυμάμαι Λαμπρή ξημερώματα, βρήκα κάτω απ’το μαξιλάρι μου δυό άσπρα παπουτσάκια με κορδονάκια απ’τη νουνά μου κι ένοιωσα τόσο ευτυχισμένη, που δεν ήθελα να ξυπνήσω και τα χάσω. Θυμάμαι ακόμα το παππού μου με τα τσαρούχια του από χοιρινό δέρμα να πηγαίνει και να έρχετε στην εξοχή. Ανακατασκευάσματα των τσαγκάριδων και αυτά. Αριστουργήματα.
Δειλά-δειλά εμφανίζονται και σήμερα οι τσαγκάρηδες. Καλό σημάδι.
Αρχίσαμε ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι στις εποχές του απεριόριστου και του υπερκαταναλωτισμού, έπρεπε να μπεί ένας φραγμός.
Σκυφτοί πάντα, οι αγαπητοί τσαγκάρηδες, με το πλακουτσό σφυράκι τους αδιάκοπα να κοπανάνε, με τα καλαπόδια , την βενζινόκολλα, τα χρώματα, τις μπογιές, τα σιδερένια κουτιά με τις πρόγκες, τα δέρματα στους τοίχους για τις σόλες. Το φώς, στο μικρό καμαράκι του τσαγκάρη, χαμηλό σχεδόν ακούμπαγε το κεφάλι τους η πέτσινη, συνήθως από δέρμα, μπροστέλλα του και οι εταζέρες στον τοίχο με τα τελειωμένα παπούτσια.
Πόσο σε άσχημη θέση ερχόνταν όταν αναγκαζότανε να σου πεί: “πες στη μάννα σου ότι δεν φτιάχνονται παιδάκι μου”. Εσύ τα έπαιρνες πίσω με ντροπή. Ντρεπόμαστε για τέτοια πράγματα τότε.
Τι να πώ βρε παιδιά, ν’ αναβιώσουνε αυτά τα παλιά επαγγέλματα, μήπως συνέρθουμε κι εμείς και βρούμε τους εαυτούς μας τελικά μέσα από μια πιο ταπεινή ζωή.
Μια Θιακιά