Δεν θα σαφήσουν να ζήσεις, ν’ανασάνεις, θα υποφέρεις μέχρι να πεθάνεις. Διαλύθηκες, εξατμίστηκες.
Τόλμησες να τα βάλεις με το κατεστημένο, που υπάρχει σαράντα χρόνια τώρα, στον τόπο μας.
‘ Ολοι τα ξέρουμε, όλοι τα γευόμαστε.
Μα και εσύ, βρε παιδί μου, ότι πιστεύεις το εκφράζεις; ‘Οτι πρεσβεύεις το δημοσιοποιείς.
‘ Οτι θεωρείς σαθρό το εκθέτεις σε κοινό διάλογο, δεν το συνδιαλέγεσαι με τους αντιφρονούντες, συνήθως καλοβολεμένους. Δεν έχεις λίγο υποκριτικό ταλέντο, από γλέιψιμο δεν ξέρεις πίποτα, δεν τόμαθες. Σε βάζουν αυτομάτως στους απέναντι. Πάλεψε, πολέμησε, εξαντλήσου, πέθανε.
Τόση προσφορά στον τόπο, κανέναν δεν έπεισες; Κι ‘ομως όλοι θέλουν, λένε, την αλήθεια.
Τους μπερδεύεις, μάλλον, θέλουν το σίγουρο κι ας είναι άνισο. Προτιμούν την παρανομία και τα υπογείως ντράτα λόγια και τις τσιριμώνιες!
Δεν γινήκαμε δούλοι, παλέψαμε με τα χέρια μας, πρέπει να τιμωρηθούμε!
Δεν πληρώσαμε την καθεστυκία τάξη. Τον φόρο μας για την αλήθεια;
Τολμάμε να υπάρχουμε;
Τάχω χαμένα. Ποιοί μας καθοδηγούν και μας προστατεύουν; Πού μας οδηγούν;
Τρεις θα τρώνε, χίλιοι θα πεινάνε; Δεν τρελλαθήκαμε κιόλας. Συμβιβασμό με το παρακράτος σου ζητάνε; Μη το δώσεις ποτέ. Μείνε ελεύθερος. Χώνε τα, όπως εσύ ξέρεις. Μπόρεσες και ξεκλείδωσες τους κρυφούς κώδικες του Θιακιού. Δεν είναι λίγο. Συνέχισε. Μαζί σου.
Μια Θιακιά