Τους αγγίζω με απεριόριστο σεβασμό και ταπεινότητα, στο σημερινό μας ταξίδι, στο ποιοτικό και όλο κουλτούρα παρελθόν μας, φίλοι μου, τους παλιούς μου δασκάλους-μέντορες, τους Αριστοτέληδές μου.
Ξεχωρίζω πολλούς, ίσως αδικήσω άλλους που δεν είχαν το χάρισμα να μεταδίδουν γνώση, να μεταδαλαμπεύουν αξίες, να μεταμορφώνουν τα ανθρωπάκια που παραλάμβαναν σε ανθρώπους.
Αυτά είναι χαρίσματα. ‘Η τάχεις ή δεν τάχεις.
Αναφέρομαι σήμερα στους φωτισμένους δασκάλους μου, που μου άφησαν το στίγμα τους, δεν με ακούμπησαν απλά. Με έπλασαν. ‘Οτι είμαι σήμερα, το χρωστάω σ’αυτούς.
Την λέγαμε “πλάκα” και δεν είχε καθόλου πλάκα. Σπαζοκεφαλιάζαμε εκεί πάνω με το σφουγγαράκι και τις κιμωλίες, για να μάθουμε να σχηματίζουμε τα πρώτα γραμματάκια της αλφαβήτου. Τα κάναμε όσο πιο στρογγυλά γινόταν, για να πάρουμε το περιβόητο “μπράβο”. Να αισθανθούν οι γονείς μας υπερήφανοι. Να τους απαλύνουμε τους μόχθους, τους για μας!
Σβύναμε με τον σπόγγο, γράφαμε, μέχρι που την θολώναμε την “πλάκα”. Τι αγώνας!
‘Ηταν ο ατελείωτος δρόμος προς την γνώση.
Την αποκαλούσαμε “σάκκα”.’ Αν ήσουν τυχερός και είχες δερμάτινη, πόσο ωραία μύριζε. Υπήρχαν και οι φτωχές σάκκες οι πλαστικές ή πολλές φορές και υφασμάτινες “σάκκες”. Εκεί βάζαμε τα βιβλία, τα τετράδια, τα μολύβια, τις ξύστρες, τις γόμες κι όλα τα απαραίτητα για την φοίτησή μας εργαλεία. Θα το πώ : από τα πρόχειρά μου τετρλαδια πήραν ενδεικτικά και ενδεικτικά πολλοί συμμαθητές μου σαν βοηθήματα και έχουν κάνει σήμερα καριέρα.
Τόσο μ’έκαναν ν’αγαπήσω το σχολείο, που στο Δημοτικό-που ήταν και κοντά στο σπίτι μου- πήγαινα κάνα μισάωρο νωρίτερα από τ’άλλα παιδιά το πρωΐ. Καθόμουνα υπομονετικά σ’ ένα παγκάκι, κρύωνα η ζεσταινόμουνα, αδιάφορο, περίμενα την ιεροτελεστία του μαθήματος. ‘Ηξερα από τότε πόσο ακριβό ήταν αυτό που θα έπαιρνα από τα χείλη της δασκάλας.
Ακόμα θυμάμαι τι πετροπόλεμο έτρωγα απ’τον πρώτο μου αδελφό, που δεν καταδεχόταν να με παίρνει μαζί του στο σχολείο, δύο χρόνια νωρίτερα από την ηλικία μου, παρακαλώ. Τότε βλεπεις δεν υπήρχανε νηπιαγωγεία. Μεσολάβησε τελικά η δασκάλα θρύλος Ακριβή του Γιούργα-αυστηρή μεν, αλλά εμένα με λυπήθηκε και με φιλοξένησε σε μια ακρούλα της έδρας της, ικανοποιώντας την όρεξή μου για μάθηση. Τι να κάνει η γυναίκα μπροστά στα γοερά κλάμματά μου;
Μετέπειτα θυμάμαι, δυο υπέροχες αδελφές δασκάλες, που είχα την τύχη να με πάρουν στα χέρια τους.
Τις Πίτσα και Γίτσα. ‘ Οσο δεν λέγεται υπομονητικές. Ιδιαίτερα η δεύτερη. Για να κάνουμε λίγη ησυχία μας έλεγε ότι έχει κι ένα ακόμη ζευγάρι μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, όταν μας έγραφε στον πίνακα κι εγινότανε ο χαμός από σκανταλιές.
Ελαφρύ το χώμα που τις σκεπάζει !
Δεν θέλω να αναφερθώ στην Δασκάλα-καρικατούρα με τον καλογερίστικο μανδύα της Γεωργία Λουράντου. Τους τελευταίους μαθητές τους έστελνε να βγάλουνε την γίδα της βόλτα. Τίποτα άλλο δεν σας λέω. Ο Πάνος ο Κουρεμάδης ξέρει πολύ καλά τι λέω.
‘ Οσο για τον δάσκαλο των δασκάλων Γερ.Παπαδόπουλο, που είχα την τύχη να τον έχω δάσκαλό μου στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, τι να πρωτοπώ;
Πρότυπο δασκάλου. Αφιερωμένος, αυτός ο Κιονιώτης δάσκαλος, όσο λίγοι στο λειτούργημά του.
Μας ξεχώριζε, με παρατσούκλια, τα υπέρ και τα κατά μας. Μέχρι σήμερα, που είμαστε υπερήλικες, μας ακολουθούν τα παρατσούκλια του, χωρίς να μας προσβάλουν. Μπορώ να σα πώ, ότι τα φαίρνουμε ακόμα με υπερηφάνεια και με καμμιά διαμαρτυρία.
Μας προετοίμαζε ο κ.Παπαδόπουλος τόσο ωραία, για μπούμε στους κόλπους του Γυμνασίου, που έπρεπε να είσαι σκράπας για να μη μπείς. Τότε υπήρχαν εισαγωγικές για το Γυμνάσιο.
Πόσο αγαπούσε αυτός ο δάσκαλος τους μαθητές του, ήταν πραγματικά τα παιδιά του. Εντόπιζε τις αδυναμίες τους, βοήθαγε και επαινούσε τις κλίσεις τους και τα χαρίσματά τους.
Σου συγχωρώ, δάσκαλε ακόμα και τις ξυλιές, που μας πόναγαν με τις “λούρες” σου.
‘Ηθελες να μας κάνεις ανθπώπους και νομίζω τα κατάφερες.
Σ’ευγνωμονούμε. Υποκλινόμαστε μπροστά σου. Μας άνοιξες τα μάτια. Πόσα σου χρωστάμε δάσκαλε Παπαδόπουλε!
Μια Θιακιά