Τα πλέον συνηθισμένα αγορίστικα παχνίδια, τότε.
Με τα κυλιντόρια γινότανε χαμός. Ανέξοδο-αρκούσε μια ρόδα ποδηλάτου χωρίς ακτίνες ή ένα στεφάνι από βαρέλι για να παίξεις το παιχνίδι αυτό, γέμιζε κέφι και ενθουσιασμό τα Θιακόπουλα. Ανταγωνιστικό το παιχνίδι, ξεκίναγε από την αρχή μιας κατηφόρας και τελείωνε στο τέλος της. Εξυπακούεται, ότι εάν σου έπεφτε το κυλιντόρι ενδιάμεσα τις πορείας έφευγες αυτομάτος και από το παιχνίδι.
Πέντε-έξι πιτσιρικάδες σε μια νοητή γραμμή, κρατούσαν τα κυλιντόρια μπροστά τους και με ένα σύρμα-κατσουρίδα το οδηγούσαν σε μια ευθεία κι όποιος έφτανε πρώτος, σ’ένα επίσης νοητό τέρμα, νίκαγε.
Δεν έλειπαν τα μπουρδουκλώματα, τα μικροατυχήματα-εκείνα τα έρμα τα γόνατα κομμάτια τα κάναμε-οι τσακωμάρες, τα γνωστά “τσούνια”.
Ευτυχισμένος όποιος έμενε στην κατηφόρα αυτή από την φασαρία και τη σκόνη, αυτούτου γκραντ-πρι !
‘ Οσο για το άλλο παιχνίδι, την τσούρκα, λιγότερο επικίνδυνο και πιο αθόρυβο από το κυλιντόρι.
Φτάνει να είχες ένα ξύλο πλακέ μυτερό μπροστά και πίσω, για να μπορείς να σπρώχνεις όσο πιο μακρυά μπορούσες μια πέτρα στο χώμα. Τώρα αν έπεφτε στο κούτελο συμπαίκτη η πέτρα, όπως γινόταν πολλές φορές, βοήθεια Παναγιά!
Ο τραυματίας φυσικά πήγαινε κλαίγοντας στη μάννα του, για τις πρώτες βοήθειες. Δεξίματα κι αυτά!
Μ’αυτά και με τ’άλλα παίζανε τα παιδιά τότε. Βρίσκανε ανέξοδα μια εκτόνωση της εφηβικής τους ενέργειας, της ορμής τους.
‘Ολοι τα βλέπανε με συμπάθεια κι ας γκρινιάζανε.
‘ Οσο για το έπαθλο, ήταν ολυμπιακό. ‘Ενα στεφάνι από εληά! Φτάνει που βλέπανε οι άλλοι τις δυνατότητές σου. Σου έφτανε. ‘Ησουν ο πρώτος ανάμεσα στους συνόμοιούς σου, λίγο είναι;
Μια Θιακιά