Κάποτε, σε ένα ψαροχώρι του νότου, ζούσαν κάποιοι ψαράδες με τά παλιά τους πλεούμενα.
Αυτά τους είχαν σώσει και στηρίξει από όταν γνώρισαν την ζωή τους.
Χαρούμενοι, έπαιρναν το δίκτυ τους κάθε βράδυ και το πρωί γύριζαν με τις ψαριές τους, άλλοτε φτωχές, άλλοτε πλούσιες, ποτέ όμως δεν άφηναν τις οικογένειές τους νηστικές.
Τά χρόνια κυλούσαν έτσι ήρεμα και σιωπηλά.
Συχνά έβγαιναν με τους φίλους τους τα βράδια και πίνανε τα κρασάκια τους ενώ τα παιδιά τους διασκέδασαν ανέμελα με τα συνομηλικα τους στα στενά τού χωριού.
Χαρούμενες φωνές αντηχούσαν σε όλο το χωριό και η κοινωνία αποτελούσε μια παρέα που συμμερίζονταν όλοι τις χαρές και τις λύπες τους .
Μέχρι πού ήρθαν κάποιοι στο χωριό, καλοντυμένοι, με κουστούμια και με ευφράδεια πολύ.
Άρχισαν να λένε στους ψαράδες λόγια που στην αρχή δεν ήσαν πιστευτά, αλλά από το λέγε λέγε, επαναστάτησαν τα αυτιά, χώρισαν από το μυαλό και πήραν την κατάσταση στα χέρια τους.
Τους είπαν ότι τα πλεούμενά τους είναι παλιά και ότι υπάρχουν κάποιοι κύριοι απ’ έξω οι οποίοι ενδιαφέρονται γι αυτούς να τους βοηθήσουν να πάρουν πιο μεγάλα. Θα τους βοηθήσουν για μεγαλύτερα δίκτυα, για εύκολες, πλούσιες ψαριές και για μία μεγάλη αγορά για τα ψάρια τους.
Τα εργαλεία θα δουλεύουν γι αυτούς και αυτοί θα κάθονται …
Έτσι σιγά σιγά, άρχισε να έρχεται ζεστό το χρήμα από τους δανειστές.
Αγορά βέβαια δεν υπήρξε για τα ψάρια όπως είχαν υποσχεθεί, αντίθετα, ερχόντουσαν και άλλα ψάρια από ξένα ψαροχώρια, αλλά αυτό δεν είχε σημασία γιατί δουλέψεις δεν δουλέψεις, με κάποιο τρόπο το χρήμα εισέρεε.
Αλλά η ησυχία και η γαλήνη άρχισαν να χάνωνται στο χωριό διότι το εύκολο χρήμα στρογγυλοκάθισε στις σκέψεις τους και άρχισε να τους κεντρίζει το μυαλό .
Αυτός ο διάβολος τους έλεγε. Δεν είναι σπίτι αυτό που έχεις. Δεν σε χωράει με την οικογένειά σου. Σού χρειάζεται μεγάλο με μεγάλες αίθουσες για να απολαμβάνεις την νέα σου ζωή .
Και άρχισε ο κάθε ψαράς να σκέφτεται ένα νέο σπίτι που έπρεπε οπωσδήποτε να είναι πιο φανταχτερό από το σπίτι του γείτονα ψαρά τον οποίο έβλεπε συνεχώς πιο απόμακρα.
Οί κώλοι των ψαράδων άρχισαν να αισθάνωνται μετάξινοι οπότε και αυτοί ζητούσαν τα ανάλογα βρακιά .
Τά αυτοκίνητα τους, άρχισαν να τα βλέπουν ταπεινά οχήματα ενώ τους εντυπωσίασαν κάτι μαύρα, στυλ νεκροφόρας, τέσσερα επί τέσσερα .
Έτσι, άρχισαν να παίρνουν μέρος από τα δανεικά για να αποκτήσουν όλα αυτά.
Αλλά όλα αυτά μαζί, δηλαδή σαλόνια, μεταξωτά βρακιά, νεκροφόρες κλπ, φυλάκισαν μέσα τους, τους άλλοτε φτωχούς ψαράδες με αποτέλεσμα να χάσουν την αίσθησι του έξω κόσμου, ακόμη και την ύπαρξι του γείτονά τους.
Οι γυναίκες τους επίσης θαμπώθηκαν από το χρήμα και άρχισαν να μαϊμουδίζουν ότι τους προσέφεραν οι γραβατωμένοι μέσα από τα μεγάλα χαζοκούτια πού στήθηκαν στα μεγάλα σαλόνια.
Τα παιδιά μέσα από τα σχολεία πού τους έφτιαχναν αυτοί οι τύποι, καθημερινά γινόντουσαν και πιο ξύλα απελέκητα πού επιβραβεύονταν με μεγάλους βαθμούς οι οποίοι αποτελούσαν καμάρι για τους μαϊμουδίζοντες γονείς τους.
Τους έπεισαν οι κύριοι αυτοί ότι ο τρόπος που πορεύονται, επιστημονικά λέγεται δημοκρατία. Μέσα στην δημοκρατία οι άνθρωποι κάνουν αγώνα μεταξύ τους και καταξιώνονται αυτοί πού είναι πιο διεκδικητικοί .
Οι δημοκρατικοί αγώνες είναι θορυβώδεις διότι ο λαός εδώ κάνει διά-λόγο.
Επειδή οι κύριοι αυτοί πριν από κάθε άλλο, είχαν πετάξει την τοπική γλώσσα από τα σχολεία, έχασαν οι άνθρωποι τα νοήματα των λέξεων και την λέξι λόγο την ταύτισαν με την άναρθρη κραυγή.
Και όσο καλλιεργείτο η δημοκρατική συνείδησις , τόσο ο λόγος ταυτίστηκε με τις κραυγές που στο τέλος αυτές ταυτίστηκαν με τον θόρυβο των άδειων βαρελιών.
Αλλά μέσα απ’ αυτό τον θόρυβο, οι γραβατωμένοι μεσίτες έπαιρναν τα μεσιτικά τους που ήσαν εκατοντάδες ή χιλιάδες φορές μεγαλύτερα από τις επιδοτήσεις των βαρκάρηδων ενώ παράλληλα τους έστηναν μεγάλες παγίδες …
Και για κάποιο διάστημα, ζούσαν όλοι καλά.
Μέχρι που ήρθε η στιγμή και αποκαλύφθηκε ο ρόλος των καλών δανειστών .
Μάθατε κύριοι στα εύκολα και στα δανεικά, τώρα μας χρωστάτε και θέλουμε πίσω αυτά που σας δώσαμε!
Αλλά οι δικοί τους γραβατωμένοι μεσίτες πού έχουν δικτυώσει όλο το σύστημα, πάνω στην δύσκολη στιγμή, φρεσκάρουν τις μουτσούνες τους και αγωνίζονται δήθεν για τους πρώην βαρκάρηδες …
Από την μία τους φοβίζουν μέσα από τους τυράννους χαζοκούτια ότι κινδυνεύουν χωρίς τους δανειστές προστάτες, από την άλλη προσθέτουν νέα χρέη στους ψαράδες για χρήματα που αυτοί ποτέ δεν πήραν .
Έτσι αντί να αρματώσουν τα πλεούμενά τους, να ψαρέψουν και να εισπράξουν τον ιδρώτα τους, σήμερα ακούνε τρομαγμένοι και άτολμοι να τους λένε: θα σας δώσουμε λεφτά αλλά θέλουμε να μας πουλήσετε τά δίκτυα σας.
Παίρνουν την πρώτη δόσι και τους πωλούν τά δίκτυα .
Αλλά όπως είναι φυσικό χωρίς δίκτυα δεν θα υπάρχει ψαριά. Τά νέα δανεικά φαγώθηκαν γρήγορα και θα χρειαστούμε και δεύτερη δόσι.
Έτσι, με τον φόβο και την βλακεία πού απέκτησαν οι φυλακισμένοι στις πολυτέλειες ψαράδες, παίρνουν και την δεύτερη δόσι με αντάλλαγμα το σκάφος τους .
Αλλά χωρίς δίχτυα και σκάφος, είσαι καταδικασμένος στην πείνα .
Τούς πείθουν οι καλοί γραβατωμένοι μεσίτες ότι με πολύ αγώνα μπορεί να κερδίσουν για λογαριασμό τους και τρίτη δόσι.
Και τούς καλλιεργούν μέσα από τα κουτιά δυνάστες τον απόλυτο τρόμο ο οποίος ξεχνιέται κάπως μέσα από φτωχά ανατολίτικα θεάματα τα οποία σε αφθονία τους προσφέρονται.
Μέσα από τον τρόμο και την αποβλάκωσι, τους λένε τώρα, ε δεν θα σας αφήσουμε να πεθάνετε … έχετε και κατοικίες, οικόπεδα, κάποια χωραφάκια… Αγωνιζόμαστε σκληρά να πάρετε και την τρίτη σας δόσι !…
Την τρίτη και φαρμακερή άθλιοι ψαράδες που δεν θα σας λυπηθεί κανείς όταν ακούσει την ιστορία σας !!!!!!
Παναγιώτης Δερματάς
http://www.dermatas.blogspot.com/
One Comment
aris
Εντάξει με τους φτωχούς ψαράδες για παραμύθι της θείας Λένας καλό δε λέω…
Να σας πω και εγώ μια ιστορία πραγματική.
Γκαρσονάκι ο τύπος του έβγαινε η Παναγία να βγάλει κάνα φράγκο. Πήγε σαραντάρης και κατάφερε να φτιάξει ένα ταβερνάκι στο χωριό του. Οδύσσεια το ονόμασε κάτι που μου άρεσε, μα και αυτός εκφραζόταν απόλυτα για το τι τράβηξε μέχρι να το βάλει μπροστά. Πήγαινα κάπου – κάπου και την καταέβρισκα κοινώς. Με τα μεζεκλίκια του και εκειές τσι μελιτζάνες με τη κόκκινη σάλτσα με σκόρδο.
Και μια μέρα χτυπάει τζακ – ποτ (έτσι το λένε?), και κερδίζει 370 εκατομμύρια δρχ.
Πήρε ένα οικόπεδο στη πλατέα και έστησε δύο κίονες, εκεί θα φτιαχνόταν το πορτόνι! Μερσεντές αυτός και Volkswagen στη γυναίκα.
Lifting η μάνα του η κυρά Μυγδάλω στα μάγουλα, μαλλί αφάνα αυτός στη φαλάκρα. Άφησε τη ταβέρνα, ούτε στο γκαρσόνι του που τον παρακάλαγε δεν επέτρεψε να τη δουλέψει και το έπαιζε «γαμπρός» στα μπουζουκομάγαζα. Μια βραδιά σε γνωστή λαϊκή τραγουδιάρα που τη γυρόφερνε να την «ευλογίσει» πλήρωσε 2 εκατομμύρια για να σβήσε ένας προβολέας που τον ενοχλούσε.
Εφτά χρόνια κράτησε όλο αυτό το σούσουρο, εδώ και χρόνια δεν έχει ταβέρνα, πουλάει αυγά στις λαϊκές, είναι χωρισμένος, χρωστάει της Μιχαλούς και του έμεινε η ταλαίπωρη η Μερτσέντες να κουβαλάει στο πορτ παγκάζ γουρούνια στο φούρνο για ψήσιμο. Φυσικά υπάρχουν άλλα πολλά και γαργαλιστικά αλλά θα πλατειάσω.
«Φτωχός ψαράς» και αυτός και δε τον έπιασε κανένας γραβατωμένος να τον ψήσει να πάρει δόση δανείου κλπ.
Αυτός είναι ο πάντα καημενούλης, φτωχούλης και αγράμματος Νεοέλληνας.
Πέστε του μια φορά τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη και μην του παίρνετε συνεχώς τσι πάρτες γιατί ζημιά κάνετε.
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα
Υ.Γ.
Όλα τα ρέστα ήτανε η θειά Μυγδάλω μέσα στα χωράφια και τσι κότες, να φοράει μαντίλι γύρω από το πρόσωπο να μη φαίνονται στην αρχή οι χαρακιές από το lifting!!
Lifting στο μυαλό μπορεί να γένει να σωθούμε??
Μέχρι αυτή την εφεύρεση δε κάνουμε τίποτις…
Κομπλέξες του κερατά είμαστε!!