edit: dion diom manias
Τις νύχτες του καλοκαιριού πού `ριχνε τα μαλλιά σου
ένα αεράκι νοτικό μες στη θολή ματιά σου
θυμάσαι το μπάρμπα Στελλή με τσ’ ώρες να μιλεί
για ένα μικρό Σαρακηνό κουρσάρο τον Αλή;
Μικρό παιδί το πήρανε και το `ψησε η αρμύρα
τρανός κουρσάρος γίνηκε, έτσι το `γραφε η μοίρα
έλεγε ο γέρος κι έπεμπε το λογισμό μου αλλού
μα επάτουνα στα χνάρια σου στην άκρη του γιαλού
Σ’ ένα ακρογιάλι μια βραδιά, στου φεγγαριού τη χάση
άραξε τη γαλέρα του μέχρι ο νοτιάς να πάψει
και μάγεψε τη σκέψη του μιας κόρης το φιλί
και η γαλέρα εμίσεψε με δίχως τον Αλή
Ήτανε λέει στη φύση του καράβια νε κουρσεύει
και πολιτείες μακρινές κι άγνωστες να γυρεύει
κι έφυγε από την αγκαλιά της κόρης μια βραδιά
με σύντροφο αγιάτρευτη πληγή μες στην καρδιά
Ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί κοντά στην άκρη
της ιστορίας τού `φευγε του γέρου ένα δάκρυ
άμμος λέει πως τού `μπαινε στα βλέφαρα βαθιά
που σήκωνε απ’ τη θάλασσα η δυνατή νοθιά
Μάδησε ο χρόνος σαν παιδί της νιότης το λουλούδι
μα εγώ σε φύλαξα ακριβή σ’ ένα φτωχό τραγούδι
φαίνεται πως σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ πολύ
γιά να δακρύζω σαν μιλώ για το μικρό Αλή
Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ’ όνειρό μου.
Και κάθε μέρα από βραδύς
ντουγιουρντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο.
Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά
που για δυο χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.
Κι ο Μύρος πιάνει το χορό
το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυο του μάτια.
Θυμούμαι κάθε χαραυγή
πού `λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεργιανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.
Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.
Πως να δικάσω μια ζωή
κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβήνει
στο ερειπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει `πομείνει.