Παλιό ινδιάνικο παραμύθι από την φυλή των Hopi
Μια φορά και ένα καιρό, που λέτε, ήτανε ένα γέρικο ποτάμι -η πηγή του στέρευε, οι δυνάμεις του το αφήνανε, οπότε απελπίστηκε και αφέθηκε στη μοίρα του. Και η μοίρα του αυτή ήτανε πονετική και έτσι πήρε το ποτάμι και το οδήγησε σε ένα τόπο κλειστό, στους πολλούς άγνωστο. Πήγε εκεί το ποτάμι, απλώθηκε, χαλάρωσε, ξεκουράστηκε και στο τέλος, όπως θα ‘κανε κάθε ποτάμι που σέβεται τον εαυτό του, άρχισε να φχαριστιέται την απραξία του πουθενά.
Στην περιοχή ζούσε μια γριά. Μόνη χρόνια τώρα, περνούσε χωρίς παράπονο και ελπίδα τη ζωή της, μέχρις που είδε το ποτάμι και μιαν άγρια χαρά την πλημμύρισε. Πλησίασε, άκουσε το κελάρυσμα του νερού, το πήρε στις χούφτες της, καθρεφτίστηκε μέσα του και ύστερα έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε μέσα του. Και εκείνο την αγκάλιασε, τη χάιδεψε και την έπλυνε από το χώμα και τη σκόνη μιας ολόκληρης ζωής. Και την αγάπησε και όσο την αγάπαγε (και όσο λουζόταν στα νερά του), τόσο ξανάνιωνε η γυναίκα -και ομόρφαινε, τα μαλλιά της ξαναπαίρνανε ένα χρώμα δυνατό και λαμπερό, τα χείλη της βάφονταν σαν αίμα παπαρούνας, κεράσι τα μάγουλα, σταρένιο το δέρμα, κάθε μέρα όλο και πιο όμορφη, εκθαμβωτικά όμορφη.
Και ζούσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, θα μπορούσαμε να πούμε αλλά, έλα που μια μέρα η όμορφη νια που είχε υπάρξει γριά, πήγε στο δάσος. Και εκεί που γυροβόλαγε, έγινε κάτι σαν σεισμός και ο βαλτωμένος ποταμός που ‘χε μείνει μοναχός, κύλησε, κύλησε, κύλησε και βρέθηκε σε μιαν άλλη κοίτη που καθόλου δεν του άρεσε.
Γύρισε η νια, που ‘χε υπάρξει γριά, από το δάσος και δεν βρήκε τον αγαπημένο της ποταμό. Βάλθηκε, το λοιπόν, να ακολουθεί τα χνάρια του. Περνάγανε οι μέρες και η νια, που ‘χε υπάρξει γριά, ακολουθούσε τα χνάρια ενώ ρυτίδες άρχισαν ξανά να αυλακώνουν το δέρμα της, το πρόσωπο, το σώμα όλο. Γέρναγε, κάθε ώρα μακριά του καμπούριαζε όλο και πιο πολύ. Ώσπου, μέρες πολλές μετά, ξαναβρήκε το βαλτωμένο νερό. Γονάτισε, μες τη χαρά, στις όχθες του και εκείνο άρχισε να της λέει πόσο άβολα ένιωθε στη νέα του κοίτη. Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα η νια που ‘χε ξαναγίνει γριά: πήρε στη χούφτα της νερό και περπάτησε μέρες μέχρι που έφτασε στην παλιά, ήσυχη κοίτη. ʼφησε εκεί το νερό και γύρισε πίσω να πάρει και άλλο μες τις χούφτες της. Μέρες και βδομάδες συνέχιζε να πηγαινοέρχεται, χωρίς σταματημό, μέχρις που κουβάλησε πίσω όλο το νερό. Και τότε, αποκαμωμένη πια, έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στον ποταμό. Και εκείνος, την αγκάλιασε, τη χάιδεψε και την έπλυνε από το χώμα και τη σκόνη που ‘χε γεμίσει όσο το μετέφερε. Και κάθε σταγόνα που ‘πεφτε πάνω της, της έπαιρνε και από μια ρυτίδα μέχρι που την ξανάνιωσε πιο πολύ και από πριν.
Οι παλιοί που ξέρουνε, λένε ότι ο ποταμός και η νιά που υπήρξε γριά, ζήσανε αγαπημένοι χρόνια πολλά -και ακόμη ζούνε, μαζί.