γράφει ανδρέας καρκαβίτσας
Η Παναγιά η Κλεφτρίνα», των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αραγμένο στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από τ’ άστρα το πισσαλειμμένο σκαφίδι του, με τα παραπέτα φελλοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα μπρούτζινα, που κάνουν το βρούχημά του τρόμο των θαλασσινών. Οι μπαλτάδες, που συχνοβάφονται στο αίμα. Τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι, που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είναι θαμμένα στο σκοτάδι. Μονάχα πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά, δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λύθρους εδώ και κει. Άλλο τίποτα.
Περίγυρα ψηλώνουν του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, και ορθοσκύβουν απάνω του, λες θέλουν να το φυλάξουν από μάτι κακότροπο. Και κει, ξαπλωμένοι στο σκοτάδι ή συμμαζωμένοι στις φωτιές, μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκιοι και φαντάσματα. Είναι κάπου σαράντα· όλοι ένας κι ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης. Θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και στο αίμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ορθολίθι, τις πλάτες στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένια του και κοιτάζει κάτω, θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίσει το απέραντο κράτος του.
Δίπλα φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει, ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα στα μαλαμοκαπνισμένα τ’ άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ’ άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντουραδάτος, κοιτάζει κατάματα σα να τον ρωτά τι συλλογιέται, σα να του υπόσχεται πως όλοι κι αν τον αρνηθούν, αυτός θα μείνει πάντα πιστός ως τον τάφο του.
Έτσι το συνηθίζει να κάθεται στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια το σκύλο του ο καπετάν Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζει και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι του που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια, που παρακαλώντας τον θερμά λένε οι σκλάβοι του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τώρα ούτε και τα πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολονάτα, στέρνες αστέρευτες τα δουβλόνια, τ’ ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα πουκάμισα των αγίων· άρματα τ’ αξετίμωτα· στοίβες απάτητες τα γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, τα σαμούρια και τα λαχούρια. Και κείνα κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν μάρτυρα παρά το θεό και τα χέρια του.
Μια βδομάδα τώρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχο. Ο Τρακάδας, ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη στο Βαγγέλιο, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά τον απάλλαττε, με μια του μαχαιριά ή και μια πέτρα στο λαιμό, από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν πλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άραξαν έτσι στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τώρα ήρθε και η δική του σειρά. Τον ξεπάστρεψε με μια ψίχα φαρμάκι. Μα τι να γίνει; Ποιος του είπε να μάθει όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξέρει όλες τις κρυψώνες του; Έπρεπε να το έχει πάντα στο νου. Η φτελιά, που πάει και ριζώνει στην άκρη του ποταμού, καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του περηφανεύεται. Μα γρήγορ’ αργά θα λιώσουν μια ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάσει το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρει στο θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίει ο ποταμός;
Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθεί ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν ησυχάζει καθόλου. Δεν ησυχάζει, γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα κρίματα έπλεξαν πλοκό και δεν αφήνουν την ψυχή να διαβεί το τρίχινο γεφύρι στον Κάτω Κόσμο. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες, σκλάβα σέρνεται στους τόπους που κριμάτισε, θρηνολογεί και δέρνεται βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο χέρι το ραβδί, γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα, φάντασμα σκυθρωπό και αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του θέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλειό, πάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά.
Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβήνει από κοντά τους, σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψη αφήνοντας γύρω του. Και κάθε νύχτα τέτοια ώρα έρχεται στο βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου στο πρόσωπο και τη σκούφια του απλώνει ζητώντας μερδικό, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος, νευρικός, ψηλαφά τα γένια του, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψει το ενοχλητικό φάντασμα.
– Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξει όπως πάντα την ώρα της προσβολής.
Μα ο λάρυγγάς του αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχάει, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή και χαλκόστομη, σα να σαλαγάει κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συγκρατητός, σα να πήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και μέσα στη σαλαλοή, φωνή σαν κουκουβάγιας ανάκρασμα, ακούεται να λέει:
Τάω τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ’ αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!…
Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τώρα στον ίδρωτα. Γνώριμη τού είναι η φωνή, γνώριμη η σφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είναι άλλος από τον Τρακάδα το βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισσότερη μάνητα, με φριχτότερη συνοδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του δεν έχει αιματωμένο το πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι του φορεί και κρατεί στο χέρι το θρυμματισμένο ραβδί του. Μα έχει τόσο άγριο πρόσωπο· το βλέμμα του τόσο πικρό· τόσο καμπουριασμένο, μικρό κι ελάχιστο το κορμί, που μπορεί να τρομάξει και δράκο. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στο βράχο του. Θέλει να σύρει το χέρι στ’ άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλυσοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλει φωνή· μα του είναι αδύνατο. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδεί τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από το φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα· άλλοι χώνονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι ανεβαίνουν κατάραχα κι ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατο εχθρό. Ρίχνει βλέμμα στο σκύλο του, θέλει να του θυμίσει την παλιά υπόσχεση. Μα και κείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος, γρούζει μόνο και πάσχει να χωθεί κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Ωστόσο κοντά του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, που να πέφτει Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του, στέκεται μικρομέγας ο Τρακάδας· με γέλιο τον κοιτάζει κατάματα, τον περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του:
Τάω-τω!
και πίσω δεν κοιτώ!
Τ’ αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!..
– Να μοιράσουμε τι; ρωτά ο καπετάνιος. Θέλεις τα ρούχα μου; θέλεις τ’ άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είναι· δικός σου είμαι και γω. Μπροστά σου μ’ έχεις άβουλο και ακυβέρνητο. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς!
Το είπε δεν το είπε, το άκουσε ο βρικόλακας. Ανάβρυσε το γέλιο τρανταχτό από τα φτωχά στήθη του. Και είδε ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν’ απλώνει απάνω του, να τον σηκώνει στον ώμο. Είδε τ’ αστέρια κινούμενα απάνω του, σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει κι αυτός.
– Ε, παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξει όπως πάντα στην ώρα της προσβολής.
Μα τίποτα δε βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μύστικο! Όλα κείτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα μπρούτζινα, οι αιματοβαμμένοι μπαλτάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι. Κείτονται λουφασμένα, σαν να τα έχει σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δίβουλα και κείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον βοηθήσει, κανείς δεν τολμά να κράξει στο βλάμη του: φτάνει! Και κείνος, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κοιτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την άγρια λαλιά του:
Τάω-τω!
Και πίσω δεν κοιτώ!
Τ’ αχνάρια μου πάνε μπροστά
Και γω γυρίζω πίσω!
Έλα, βλάμη, σήκω,
σήκω να μοιράσουμε!…
Ασκί έγινε τώρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλησε δυνατό άνεμο. Φούσκωσε αμέσως το ράθυμο πανί, αναταράχτηκε η θάλασσα και το μύστικο πέταξε από το Κλεφταύλακο στ’ ανοιχτά.
Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν, σκοτεινά σύγνεφα στο φύσημα του βοριά. Βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ’ ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισιά. Τι θα γίνει! Πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύσει τα σχοινιά, θέλει να φωνάξει· μα είναι ανίκανος. Φυσά Και βράζει, μα δεν μπορεί ν’ αλαφρωθεί. Βούλεται πασχίζει και τέλος βγάνει βρούχημα την κατάρα:
– Σύρε στο σαββατιανό λύκο! Σύρε!…
Με την κατάρα έσπασαν τα δεσίματα. Πήδηξε ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγει το βρικόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης και κείνος ρίχνεται στα βήματά του.
– Φεύγα! του λέει.
Ξεσχίζει του τη βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τώρα ο υποταχτικός κι ο σύντροφος! Καθώς τον βλέπει έτσι ο καπετάν Λαχτάρας, παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του· γνωρίζει στη λάμψη των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούστηκε άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια τους.
Μα σύγκαιρα άλλα μάτια η ανατολή άνοιξε αντίκρυ και η πλάση αναγάλλιασε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά, παίζουν σμαράγδια στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ το σκύλο του, τρομάζει τώρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα.