Στην άκρη του διαδρόμου της κλινικής, στον τελευταίο θάλαμο είναι η κα Μαρία και η κα Σοφία. Έχουν και οι δυο περάσει τα εξήντα. Δύο γυναίκες πολύ διαφορετικές. Όχι μόνο στην όψη. Αλλά και στις αφετηρίες, στις προσλαμβάνουσες, στα βιώματά.
Η κα Μαρία από μεγάλη αστική οικογένεια της πολής. Τζάκι, όπως θα λέγαμε. Με λαμπρές σπουδές στην Ελλάδα και μεταπτυχιακά στη Νέα Υόρκη. Μια πολύ πληθωρική παρουσία αντικειμενικά. Μιλάει ακατάπαυστα. Ακατάληπτα. Φωνάζει πολλές φορές. Δεν είναι, όπως είπε, ούτε η » Μαρία των Μεδδίκων», ούτε η «Μαρία η Β’ της Αυστρίας», αλλά η «Μαρία, το γένος..».
Μια πανέξυπνη γυναίκα, που οτιδήποτε ειπωθεί μπροστά της το επαναλαμβάνει ακριβώς, λες και έχει εντυπωθεί στο μυαλό της. Πολλές φορές είναι υπερκινητική, ακόμη και επιθετική. Συχνά αναφέρεται σε ένα Γιάννη. Δεν την παντρεύτηκε ποτέ, της έχει υποσχεθεί όμως ότι θα τη νυμφευτεί, κάτι διαφορετικό, όπως μου είπε.. Από την απόγνωση που ο Γιάννης δεν έρχεται, που μπορεί τελικά να μην την αγαπά, πλαντάζει στο κλάμα. Παιδιά δεν έκανε, ούτε με το Γιάννη ούτε με κάποιον άλλο.
Σε αντίθεση με την ροδαλή και στρουμπουλή κα Μαρία, η κα Σοφία δίπλα της είναι χλωμή, μικροσκοπική και πολύ εύθραυστη. Άλλωστε, δεν τρώει και ποτέ. Μονάχα τα τεράστια μπλε μάτια ξεχωρίζουν στο πρόσωπό της. Μ’ αυτά επικοινωνεί, έτσι κι αλλιώς. Κοιτάζει συνέχεια τη διπλανή της και φαίνεται να την ακούει με προσοχή, έστω κι αν δεν υπάρχει κάποια λογική ακολουθία ή ένας συγκεκριμένος συνειρμός σ’ αυτά που λέει. Σπάνια μιλάει. Το ύφος της είναι άδειο, παγωμένο. Το βλέμμα της πάντα σκοτεινό και μελαγχολικό.
«Γιατί δεν τρώτε κα Σοφία;», «δεν μπορώ..», απαντάει κοφτά και αυστηρά γυρνώντας το κεφάλι της από την άλλη. Έχει κάτι αρχοντικό στο φέρσιμό της. Κι, όμως, ήταν το 7ο παιδί μιας πάμφτωχης αγροτικής οικογένειας ενός ακριτικού χωριού. Από 14 χρονών -αναγκαστικά- παντρεμένη με τρεις κόρες. Οι οποίες όμως μεγάλωσαν στο ίδρυμα, γιατί η μαμά τους ήταν αδύνατο να τις φροντίσει και ο μπαμπάς φρόντιζε τη μαμά, μέχρι που κάποια στιγμή την εγκατέλειψε..
Όποιος έχει συχνή επαφή με τα νοσοκομεία συνειδητοποιεί εύκολα ότι οι ασθένειες δεν κάνουν διακρίσεις. Χτυπάνε -αλύπητα πολλές φορές- όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. «Θεέ μου, μη δώσεις στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει..», λέει ο λαός.
Πάνω από 40 χρόνια παλεύουν με την αρρώστια τους η κα Μαρία και η κα Σοφία. Πάσχουν από τις δύο όψεις της ίδιας πάθησης. Της διπολικής διαταραχής ή μανιοκατάθλιψης. Στην κα Μαρία αυτό το διάστημα εκφράζεται η μανία, ενώ η κα Σοφία περνάει την καταθλιπτική φάση της ασθένειας.
«Θα σας κλείσω το φως..», λέει η γιατρός καθώς τελειώνει με τη βραδυνή μέτρηση σακχάρου. Η κα Σοφία, φυσικά, δεν απαντά. Η κα Μαρία αρχίζει ξανά:»πριν το κλείσετε, μισό λεπτό να σας πω..» Δίπλα της έχει ένα ζευγάρι μπλε μάτια που την παρακολουθούν ευλαβικά. Ως συνήθως.
Φυσικά μπορεί κανείς να κλείνει το φως, να κλείνει τα μάτια, να κάνει πως δεν βλέπει την πραγματικότητα. Αυτή, όμως, έχει μία τρομακτική δύναμη που μοιραία παρασέρνει τα πάντα. Ενίοτε και τη σκέψη. Καθώς κλείνω το φως, ξανασκέφτομαι: «Θέε μου, μη δώσεις στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει..»
Υ.Γ: Τα ονόματα των ασθενών, καθώς και ο χρόνος νοσηλείας τους, είναι αλλοιωμένα για προφανείς λόγους.