γράφει διον διομ μανιάς
μας θυμάμαι παιδιά με κοντά παντελονάκια, ξυπόλυτα. τρέχαμε, παίζαμε, μεγαλώναμε όλο χαρά.
οι δικοί μας μπαρκάρισαν άμισθοι, κι έτσι πέρασε η γαμημένη δεκαετία του 50.
βγάλαμε οι περισσότεροι το Ν.Γ. Ιθάκης, μπαρκάραμε και μεις, πήαμε και στρατιώτες και ήρτε η ευλοημένη δεκαετία του 70.
ε ρε μάννα μου χαρές και γλέντια.
εκεί να δεις, ούλοι επαναστάτες.
εκεί να δεις ιδέες, κομμουνιστικές, σοσιαλιστικές, προοδευτικές, ούλα τα καλά.
οι πιο ενθουσιώδεις στο πασοκ.
δεν δέχονταν αντίρρηση στα λεγόμενα τους.
αδιαμφισβήτητοι φύλακες της ισότητας, της αξιοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης.
και βγήκε ο αντρίκος, πέρασε η δεκαετία του 80 κι όλοι αυτοί βολεύτηκαν, στα δημαρχεία, στο κόμμα, στο δημόσιο, στους συνεταιρισμούς κλπ.
σιγά – σιγά βόλεψαν και τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα δισέγγονα τους, τα τρισέγγονα τους.
άντε 20 – 30 οικογένειες σ όλο το νησί.
τους καμαρώναμε, στα τσιμπούσια τους, στις παρέες τους, στα καφενεία, στα πανηγύρια, χορευταράδες ούλοι βγήκανε, τι λεβέντικα ζεϊμπέκικα, τι γυροβολιές.
κ ήρτε το 2010
εμείς ακόμη μαλάκες ναυτικοί ή με μια συνταξούλα,
αυτοί φύλακες της καθεστυικίας κι αν έκανες ν αρθρώσεις λόγο περιθωριακός μαλάκας, τρελός, μαγκούφης.
κ ήρτε το 2014
εμείς με μια συνταξούλα και με το σπίτι μας πληστειριασμένο.
αυτοί ακόμη στα δημαρχεία, στο δημόσιο, τα καφενεία, στα πανηγύρια, με περιουσίες κι ούλοι βολεμένοι, με τις σπιταρώνες τους, τα σκάφη τους, τις επιχειρήσεις τους, τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, πάντα ξύπνιοι, πάντα σωστοί, πάντα το δίκιο με το μέρος τους, καθιερωμένοι στη χρυσή αυγή, στην ελιά, στο συριζα.
κι εμείς πάντα ανιαροί μαλάκες και τίποτ άλλο.
άσχετο:
πλιάτσικο < αλβανική plaçkë (=λάφυρο) < σλαβική pljatška
πλιάτσικο ουδέτερο
Η αρπαγή, η λεηλασία που γίνεται (συνήθως) μετά το 1982, μετά από πολεμική σύρραξη, επιδρομή, οικονομική κρίση ή άλλη ανάλογη κατάσταση.
κατσαπλιάς
Η δυσετυμολόγητη αυτή λέξη έχει τη βασική σημασία «άρπαγας, λαφυραγωγός» και γενικότερα «κλέφτης». Η μέχρι τώρα έρευνα δεν έχει αποδώσει καρπούς, η λέξη δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σε γνωστό ξένο όρο και, ως αποτέλεσμα, θεωρείται αγνώστου ετύμου από τα λεξικογραφικά έργα. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η λέξη φαίνεται σχετικά νεότερη στην Ελληνική και έχει σημασία αρκετά συγκεκριμένη, ίσως δεν είναι άστοχο να αναζητηθεί η αφετηρία της στο χωροχρονικό περιβάλλον τού μερικώς συνωνύμου όρου πλιάτσικο. Το ουσιαστικό πλιάτσικο προέρχεται από το αλβ. plaçkë στην ειδική σημασία «λάφυρο», είτε με διάσπαση του δυσπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <çk> [ts-k] είτε με προσαρμογή προς το παραγωγικό τέρμα –ικός. Από την ίδια αλβανική λέξη έχει σχηματιστεί το επώνυμο Πλιάτσκας, Πλιάτσικας.