ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΟΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΜΙΣΘΩΝ 28,7%
Το Ινστιτούτο Λέβι εκτιμά ότι το πρόβλημα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών δεν λύνεται με ανακεφαλαιοποίηση ούτε με το ευνοϊκό ούτε με το δυσμενές σενάριο
Την ανάγκη στροφής από την αποτυχημένη οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας, που ακολουθεί η μνημονιακή Ελλάδα, στην υιοθέτηση πολιτικής χαμηλότερης άμεσης και έμμεσης φορολογίας, αύξησης της απασχόλησης με ενεργητικές δημοσιονομικές πολιτικές και διευθέτησης των υπερβολικών και μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών χρεών προτείνει το Levy Institute σαν τη μοναδική εναλλακτική στρατηγική εξόδου από την κρίση και επιστροφής στην οικονομική ανάπτυξη.
Στην τελευταία του έκθεση με τίτλο «Θα μπορέσει ο Τουρισμός να σώσει την Ελλάδα;» που συνυπογράφουν οι κ.κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Νικηφόρος και Τζενάρο Ζέζα (Αύγουστος 2014), το Λέβι αποδεικνύει με την ανάλυσή του πως τα οφέλη από την τουριστική άνοδο είναι ανεπαρκή κι αδύναμα για να ωθήσουν σε ανάκαμψη την ελληνική οικονομία, θεωρεί παροδική τη βελτίωση που αυτή εμφάνισε στο α’ μισό του 2014 και χαρακτηρίζει αβάσιμη την αισιοδοξία που προκάλεσε η κάμψη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, δεδομένου του βουνού από χρέη που εξακολουθεί να βαραίνει στις πλάτες του ιδιωτικού τομέα και της αδυναμίας αύξησης της απασχόλησης και μείωσης της ανεργίας.
Για το λόγο αυτό θεωρεί άμεσης προτεραιότητας δημοσιονομική επιλογή τη μείωση της πεισματικά υψηλής ανεργίας και την αντιστροφή της τάσης συρρίκνωσης της περιουσίας των νοικοκυριών (λόγω υπερφορολόγησης και τεράστιου όγκου χρεών) παράλληλα με την απελευθέρωση τραπεζικών πόρων για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων που σήμερα έχουν παγώσει.
Η έκθεση τονίζει πως η συνήθης προσέγγιση των προγραμμάτων λιτότητας που δεν αποφέρουν ανάπτυξη ενώ διατηρούν μεσοπρόθεσμα την ανεργία σε πρωτοφανή επίπεδα πρέπει να τερματιστεί, προκειμένου να ξεφύγει η χώρα από την παγίδα του χρέους. Από τα κορυφαία τους επίπεδα του 2010 οι μεν ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν 24,8%, οι δε πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 28,7% ώς σήμερα, όμως η βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας δεν απέδωσε παρά ελάχιστα στην αύξηση των εξαγωγών αφού συνοδεύτηκε από μείωση της παραγωγής και παραγωγικότητας, ενώ ο κύκλος εργασιών στον τουρισμό παραμένει κατά 29% χαμηλότερος από τα κορυφαία επίπεδα του 2008.
Η κατάσταση αυτή εκτιμά το Λέβι πως δεν πρόκειται να αλλάξει, εκτός κι εάν αυξηθεί η ενεργός ζήτηση προκαλώντας αύξηση και του ΑΕΠ. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το χρόνιο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών με τα «κόκκινα δάνεια» που με περίπου 80 δισ. ευρώ φθάνουν το 40% του δανειακού χαρτοφυλακίου τους, πρόβλημα που δεν λύνεται με την ανακεφαλαιοποίηση είτε στην αισιόδοξη εκδοχή του ευνοϊκού σεναρίου (6,4 δισ. απαίτηση νέων κεφαλαίων κατά ΤτΕ) είτε στην απαισιόδοξη εκδοχή του δυσμενούς σεναρίου (9,4 δισ. κατά ΔΝΤ). Για το σκοπό αυτό το Λέβι θεωρεί πως θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός πολιτικών ανακούφισης των οφειλετών-νοικοκυριών που να περιλαμβάνει διαγραφές μέρους χρεών ώστε αυτά να αντανακλούν τιμές αγοράς, διαπραγμάτευση καλύτερων όρων εξυπηρέτησής τους και πιθανότατα ανάληψη από το κράτος των μη εξυπηρετούμενων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (25 δισ.) κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ στη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης του μεσοπολέμου (με τη δημιουργία σχετικού φορέα) που υπήρξε επικερδής μακροχρόνια για την αμερικανική κυβέρνηση. Μία τέτοια πολιτική, επισημαίνει το Λέβι, θα σταθεροποιούσε την ελληνική αγορά ακινήτων ανακόπτοντας τη συνεχή πτώση τιμών.
Για το Ινστιτούτο Λέβι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να προσβλέπει μελλοντικά σε ισχυρή αύξηση της εξωτερικής ζήτησης, ούτε να προσδοκά πρωτογενή κι εξωτερικά πλεονάσματα της τάξης του 4% του ΑΕΠ όπως ουτοπικά εκτιμά η τρόικα με το Μνημόνιο. Η όποια ανάπτυξη αναγκαστικά θα πρέπει να προέλθει από την αύξηση των εγχώριων επενδύσεων και της ζήτησης συνολικά, στην οποία καταλυτικό ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει το κράτος τόσο με την ελάφρυνση των νοικοκυριών από τη βαριά φορολογία και τα χρέη τους, υποχρεώνοντας συγχρόνως τις τράπεζες στην ανάληψη των ζημιών από τα «κόκκινα δάνεια», αλλά και διευκολύνοντάς τες εν μέρει (βλ. στεγαστικά) ώστε να χρηματοδοτήσουν επιχειρηματικές επενδύσεις, όσο και με την επεξεργασία ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Αλλά για να συμβούν αυτά πρέπει να αλλάξει άρδην η οπτική με την οποία η τρέχουσα οικονομική πολιτική αντιμετωπίζει την κρίση της οικονομίας.
Του Κ. ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014