του Χρήστου Σιάφκου
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ του 2014 βαδίζει προς το αμετάκλητο φινάλε του και ήδη από την επομένη της κορυφαίας γιορτής του λιγόστεψε η κίνηση εδώ στα χωριά του Νότιου Πηλίου. Φαντάζομαι και αλλού. Τι κι αν υπάρχουν ακόμα ημέρες άδειας, όταν δεν υπάρχουν χρήματα… Κι ύστερα τα νέα από την Αθήνα είναι ανησυχητικά, η νέα σχολική περίοδος θ’ αρχίσει με τα έξοδα που θα φέρει, ο καιρός περνάει γρήγορα και όλοι εύχονται ελαφρύ χειμώνα, αφού η λέξη πετρέλαιο προκαλεί πλέον ρίγη.
Στο μεταξύ εμείς εδώ ανέμελοι μαζεύουμε σύκα και ρίγανη και καραδοκούμε τα καρύδια, τα ρόδια και τα φιρίκια που μεγαλώνουν. Ανέμελοι διότι το έχουμε πάρει πλέον απόφαση πως ό,τι κουραστήκαμε ν’ αναστήσουμε επί χρόνια το έχουμε στην καλύτερη περίπτωση από μισό με το Δημόσιο. Κι έτσι λες, δεν πάει στο διάβολο, και πίνεις ένα τσίπουρο παραπάνω.
Εννοείται ανέμελοι εμείς τα παιδιά της πόλης, γιατί το αυτί των παιδιών της περήφανης ελληνικής επαρχίας δεν έχει ιδρώσει ακόμα κι αν δεν υπήρχε το φως-νερό-τηλέφωνο δεν θα ίδρωνε καθόλου. Ενα μποστάνι, ένα κοτέτσι, οι ελίτσες και τα οπωροφόρα κάπως απαλύνουν, αν όχι λύνουν κάποια από τα βασικά προβλήματα.
Και στο μεταξύ, στο πείσμα του καιρού που τρέχει, εγώ εννοώ απλώς να περπατάω στο δρυμό ή δίπλα στο κύμα, απολαμβάνοντας τη γαλήνη των πρώτων πρωινών ωρών, όταν τα αθώα χταπόδια βγαίνουν από τα θαλάμια τους και δίχως να το καταλάβουν βρίσκονται κρεμασμένα να λιάζονται στο σκοινί της μπουγάδας.
Εχει άλλη γοητεία ο βυθός και επιπλέον -σ’ αυτούς τους καιρούς- άσε που σου δίνει την αίσθηση ότι σε κρύβει από τα μάτια του μεγάλου αδελφού που δεν έχει καλύτερη δουλειά να κάνει από το να σε παρακολουθεί.
Κάνω παρέα με μια ομάδα νέων ανθρώπων που μόλις μπήκαν στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους. Σκέπτομαι τα δικά μου 33, όταν η ζωή μού δινόταν γεμάτη υποσχέσεις, και διαβλέπω την αγωνία στα δικά τους μάτια. Τότε, σε ένα όχι ιδιαίτερα απώτερο παρελθόν, εμείς τα είχαμε όλα και πηγαίναμε για περισσότερα. Τώρα δεν έχουν πολλά και διερωτώνται αν θα καταφέρουν να αποκτήσουν λίγο περισσότερα. Βλέπω πιο σίγουρο έναν ανάμεσά τους που σε λίγο θα διδάσκει σ’ ένα πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εγινε η Ελλάδα -μήπως δεν ήταν πάντα;- ένα καράβι που ταξιδεύει τα παιδιά της, προκειμένου ν’ αναστήσουν την ελπίδα εκτός εθνικών συνόρων.
ΑΝΤΛΩ δύναμη από αυτά τα παιδιά και συγχρόνως μελαγχολώ, γιατί ενώ η δική μου κόρη απέκτησε ήδη παιδί, αυτά θα το σκεφτούν δυο φορές προκειμένου να γίνουν γονείς -τα έξοδα γαρ. Παρά ταύτα, επιχειρώ να στρέψω τον εαυτό μου προς μια -επιπόλαια, πείτε την- αισιοδοξία. Πως σε πείσμα κάθε κερατά Γερμανού ή άλλου, αυτό το καράβι που λέγεται Ελλάδα και που διά βίου ταξιδεύει θα βρει έστω και για λίγο ένα απάνεμο λιμάνι. Μετά πάλι βλέπουμε…
πηγή: http://www.enet.gr/