edit: dion diom manias
Όταν κάποιος, κάποια ή κάτι σου στέκεται εμπόδιο την ώρα που τα ρίχνεις σε μία κοπέλα με απώτερο σκοπό το σεξ. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «cock-block» και σημαίνει το εμπόδιο του πέους.
Δες και παθαίνω κοκομπλόκο, βλακ άουτ, μπλακάουτ, κλακάζ
Είσαι στο club απέναντι σου στέκεται μια θεά. Έχεις ανοίξει συζήτηση μαζί της και όλη γύρο σου το έχουν πάρει χαμπάρι ότι γουστάρετε ο ένας τον άλλον. Μετά από πολύ ώρα συζήτησης είστε πλέον έτοιμοι και οι δύο να συνεχίσετε την βραδιά γεμάτο αμαρτία και πάθος. Δυστυχώς η φίλη της σας πλησιάζει και αναφέρει ότι πρέπει να την πάει σπίτι τώρα! Μόλις έπεσες θύμα κοκομπλόκου.
Ο κοκομπλόκος- Η κοκομπλόκο- Το κοκομπλόκο- Τα κοκομπλόκα και πάει λέγοντας.
slang.gr
– Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!
To cockblock is to prevent another person, intentionally or inadvertently, from having sexual intercourse with a third party. A cockblock or cockblocker is a person who engages in such obstruction or intervention. According to an article by a freelance writer, Joshua Bernstein, in the New York Press, cockblocking is a “foul act in which someone interferes with another’s attempt at finding happiness inside someone’s pants.” An author for the UWO Gazette believes that individuals frequenting bars in university towns are likely to be familiar with “this classic maneuver.”