Γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
Σύμφωνα με το ιστορικό αφήγημα, ήταν γύρω στα 1914, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν σε ένα οχηματαγωγό πλοίο της εποχής επιβιβάστηκε το ιππικό για να κατευθυνθεί από το μέτωπο στο ναύσταθμο. Μέσα στον πανικό υπήρξε μια παράλειψη: Ξέχασαν να φορτώσουν σανό για τα άλογα, για τα γαιδούρια και τα μουλάρια. Κάποια στιγμή τα ζώα πείνασαν και άρχισαν να διαμαρτύρονται. Μεγάλη η αναστάτωση στο πλοίο. Ο καπετάνιος ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε ο επικεφαλής αξιωματικός του ιππικού του εξήγησε ότι μέσα στον πυρετό των προετοιμασιών είχαν ξεχάσει να φροντίσουν για την τροφή των ζώων Ο καπετάνιος αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε:…
«Μην ανησυχείς, άστο σε μένα. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μου φωνάξεις τον σαλπιγκτή σου».
Καθώς η ώρα περνούσε, το ποδοβολητό των αλόγων, λόγω της πείνας, είχε αρχίσει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου. Τότε ο καπετάνιος έδωσε τη διαταγή στον σαλπιγκτή: «Σάλπισε σιτηρέσιο»!
Στο άκουσμα των ήχων της σάλπιγγας άλογα, γαιδούρια και μουλάρια σταμάτησαν να διαμαρτύρονται. Ο ήχος τους ήταν γνώριμος. Είχαν μάθει ότι μετά από αυτόν τον ήχο έρχεται το φαγητό. Τα πράγματα στο πλοίο βελτιώθηκαν αφού τα ζώα είχαν ηρεμήσει με την προσμονή της έλευσης της τροφής. Μετά από κάποια ώρα, όμως, τα άλογα άρχισαν πάλι να διαμαρτύρονται. Νέος αναβρασμός στο πλοίο. Ο καπετάνιος έδωσε ξανά την εντολή: «Σάλπισε σιτηρέσιο»! Τα άλογα ηρέμησαν ξανά…
Το ίδιο επαναλαμβανόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Κάθε φορά που τα άλογα θυμούνταν την πείνα τους, ο καπετάνιος σάλπιζε σιτηρέσιο. Και κάθε φορά τα άλογα, εξαπατημένα, ηρεμούσαν από την προσμονή ότι κάποια στιγμή θα τους δώσουν φαγητό.
Εκατό χρόνια μετά η κυβέρνηση του κ.Σαμαρά κάνει ακριβώς αυτό: Κάθε τρεις και λίγο «σαλπίζει σιτηρέσιο». Εχει, φυσικά, και πρόθυμους σαλπιγκτές. Προχτές, για παράδειγμα, το «Mega» διαλαλούσε τι «ανάσα» είναι για το λαό οι ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια. Ως «ανάσα» και «ευεργέτημα» εν προκειμένω ορίζεται να σου πλειστηριάζουν το σπίτι ή να πληρώνεις… ενοίκιο στην τράπεζα για να μένεις στο σπίτι σου. Σπίτι για το οποίο δεν μπορείς να πληρώσεις επειδή πολύ απλά σε κατέστρεψαν, σε λήστεψαν για να μπουκώσουν με χρήμα την ίδια εκείνη τράπεζα που, μετά το μισθό και τη σύνταξη, έχει βάλει στο μάτι να σου βουτήξει και το σπίτι…
Ενα από τα μεγαλύτερα «σουξέ» της κυβερνητικής «σάλπιγγας» είναι, επίσης, αυτό με τον ΕΝΦΙΑ. Σου φόρεσαν καπέλο το χαράτσι. Το μονιμοποίησαν. Το διεύρυναν. Ενώ υποτίθεται ότι θα το καταργούσαν, το μετέτρεψαν σε χαλκά και κατόπιν σε καπιστράνα. Και τώρα σου «σαλπίζουν» να κάτσεις ήσυχα διαφημίζοντας την καλοσύνη τους να μην σε κλέβουν σε πέντε, αλλά σε έξι δόσεις…
Εξίσου αγαπημένο στην κυβερνητική ορχήστρα είναι και το «εμβατήριο» που αφορά στο λεγόμενο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Θαυμάστε τους: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (τα δικά τους στοιχεία) έριξαν 4 εκατομμύρια Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας. Εχουν ρίξει στην ακραία φτώχεια πάνω από το 7% του πληθυσμού. Και τώρα τι κάνουν: «Σαλπίζουν» ότι φέρνουν τη «μέγιστη των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων» (σσ: αυτά έλεγε προχτές ο Βρούτσης). Που συνίσταται στα εξής: Εφόσον μια πάμφτωχη 4μελής οικογένεια, με μηδενικό εισόδημα, καταφέρει να πληροί τα κριτήρια και να μην εξαιρείται (ως συνήθως συμβαίνει) από τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η κυβέρνηση των «σωτήρων», θα της… παρέχουν 400 (ολόκληρα) ευρώ το μήνα. Τουτέστιν 13 ευρώ την ημέρα! Για 4 ανθρώπους! Για να φάνε, να πιούνε, να ντυθούν, να στεγαστούν και να ζεσταθούν!
Επειδή, δε, είμαστε στη χώρα όπου οι 9 στους 10 ανέργους δεν παίρνουν ούτε καν το επίδομα ανεργίας, και επειδή τα ψίχουλα που αποκαλούν «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» δεν αξίζουν ούτε να τα φτύσεις, για να καλύψουν την απόσταση που χωρίζει την απανθρωπιά από το φιλότιμο δεν αρκούν τα σαλπίσματα. Για αυτό το λόγο, εδώ πια εκτός από τις σάλπιγγες έχουν αρχίσει να βαράνε και τα νταούλια…
Για να επιστρέψουμε στα του 1914, με την τακτική «σαλπίσατε σιτηρέσιο» και ποντάροντας στην κατευναστική προσμονή των αλόγων που γεννιόταν από τον απατηλό ήχο της σάλπιγγας, ο καπετάνιος οδήγησε τελικά το καράβι στον προορισμό του…
Αποδείχτηκε, πράγματι, ότι όταν πρόκειται για άλογα, αυτή είναι μια αποδοτική μεθόδευση εξαπάτησης. Τί γίνεται, όμως, όταν αυτή η τακτική εφαρμόζεται πάνω σε ανθρώπους; Και τί υπέροχα διαφορετική εξέλιξη θα μπορούσαν να έχουν τα πράγματα αν – εύλογα – υποθέσει κανείς ότι οι άνθρωποι, έλλογοι καθώς είναι, το αποφασίσουν να κλωτσήσουν. Και πάψουν να ανέχονται όσους τους συμπεριφέρονται σαν σε άλογα. Σαν σε μουλάρια. Και γαιδούρια…