Οι βδομάδες που πέρασαν έπεσαν βαριές, άφησαν πάνω μου μια εξαιρετικά δυσάρεστη αίσθηση. Δεν ήταν τόσο η σκληρότητά τους, όσο η γενική παραίτηση μπροστά σ’ όλα αυτά που συμβαίνουν. Από τα νομοσχέδια για τα δάση ως την επίθεση στην Πλατεία Βαρνάβα. Επισφράγισμα η πειθαναγκαστική τόνωση της εθνικής αυτοπεποίθησης με αρχαίο και αμφίβολο μεγαλείο από την Αμφίπολη.
Η φωτογραφία είναι παρμένη εδώ κι ένα χρόνο. Παρασκευή 30 Αυγούστου, στο Σύδνεϋ. Είχα πάρει καραβάκι από το λιμάνι και είχα καταλήξει σ’ ένα προάστιο της πόλης, στην είσοδο του κόλπου. Το Σύδνεϋ που βρίσκεται στον κατάλογο του Economist με τις 10 καλύτερες πόλεις για να ζει κανείς.
Δεν μου λένε πολλά αυτές οι λίστες. Το πού είναι καλό για τον καθένα να ζει το γνωρίζει ο ίδιος, σταθμίζοντας παράγοντες για το τί θεωρεί αυτός καλή ζωή. Πράγματα όχι μόνο μετρήσιμα αλλά και πράγματα της καρδιάς, που δεν κλείνονται σε μεζούρες και δεν υπάρχουν δείχτες για να στα φωτίσουν ξεκάθαρα.
Δυστυχώς όμως, τα μετρήσιμα της Αθήνας λιγόστεψαν και τα μη μετρήσιμα μας τα έκλεψαν ή μας έγιναν θηλιά στο λαιμό. Τι να την κάνω την οικογενειακή θαλπωρή όταν δεν είναι αγάπη αλλά ανάγκη επιβίωσης; Τι να τα κάνω τα 30 εκατοστά γενέθλια γης που μου επιτρέπουν, ίσα για την αναπνοή μου;
Αν ήμουν νέος θ’ άφηνα αυτό το λίμπο, μεταξύ απάθειας των πολλών και αυθαιρεσίας των λίγων, και θα έφευγα. Θα διάλεγα τα μετρήσιμα στο Σύδνεϋ, σαφώς περισσότερα από αυτά της Αθήνας. Και την αξιοπρέπεια που θα μου χάριζε η οικονομική ανεξαρτησία και η μαύρη πέτρα που θα έριχνα πίσω σε Μητροπολίτες, Νικολόπουλους, Σαμαράδες και της Δημοκρατίας Προέδρους.
Δεν τα φάγαμε μαζί. Μαζί φάγαμε τις καρπαζιές.