Πρέπει να αλλάξομε πρώτα εμείς, αδερφέ μου, σου λέει ο άλλος! Να αποκτήσομε επιτέλους έναν κάποιον αυτοέλεγχο! Να ασκήσομε καμιά φορά και λίγη αυτοκριτική. Να παραδεχθούμε ότι έχομε κι εμείς το κομμάτι της ευθύνης που μας αναλογεί, ότι δε φταίει μόνο ο γείτονας ή ο ξένος. Να γίνομε καλύτεροι, βρε αδερφέ, ν’ αλλάξομε τη ζωή μας, ν΄αλλάξομε τα μυαλά μας…
Καλά τα λέει, ετούτος, σκέφτεσαι κι εσύ!
Κι ύστερα, την τελευταία στιγμή πριν πέσεις στην αγκαλιά του αγνώστου ανθρώπου να τον φιλήσεις για τα μεστά του λόγια, το ξανασκέφτεσαι…
και λες: για κάτσε μια στιγμή, διότι αν ήμασταν εμείς εδώ μια κανονική χώρα, μια χώρα από αυτές τις ανεπτυγμένες χώρες που λένε, μια από τις χώρες εκείνες στις οποίες θέλομε, λέει, κι εμείς να ανήκομε και να μοιάζομε, δε σου λέω, με τα παρατράγουδά μας κι εμείς και με τα σκάνδαλά μας και μ’ όλες μας τις ντροπές και τα ρέστα, μια χώρα όπως όλες οι χώρες του πολιτισμένου και διεφθαρμένου από τον καπιταλισμό (sic) κόσμου, ενός κοσμοπολίτικου κόσμου, όπου οι κοινωνίες διδάσκονται από τα παρατράγουδα, μαθαίνουν από τα λάθη τους, από τις χώρες εκείνες τις πολιτισμένες όπου τιμωρείται η παραβατικότητα, από τις χώρες που έχουν διασφαλισμένη την ανεξαρτησία και διακριτές τις εξουσίες του θεσμού της δικαιοσύνης τους, να πω μάλιστα, κύριέ μου, καλά τα λες και μπράβο σου και δε μετανιώνω γι’ αυτήν μου την παρόρμηση να θέλω σε φιλήσω με δύο και τρία σβουριχτά φιλιά και να σου ευχηθώ φωναχτά να αγιάσει το στόμα σου, κι ας μην γνωριζόμαστε ούτε εξ όψεως.
Εδώ όμως, κύριε, στον δικό μας τον τόπο, στον τόπο όπου θάλλει η φαιδρά ροδακινέα, μιλάμε ότι μας έχει κατσικωθεί στο σβέρκο αυτή η μαφία, που είναι φοβερότερη κι από τη γιαπωνέζικη τη Γιακούζα ακόμα, μια συμμορία χρυσοκάνθαρων ζωυφίων, ένας εσμός αυτόκλητων “σωτήρων” που ανέκαθεν διαφεντεύει το πολιτικό μας γίγνεσθαι, μια κάστα σαπρόφυτων που δεν έχει αφήσει πια ούτε δίφραγκο τσακιστό στα δημόσια ταμεία και που τώρα, τώρα που σφίξανε τα ζόρια, τους βλέπεις τους λερούς, ότι δεν έχουν αφήσει κι από πάνω, άρθρο για άρθρο του Συντάγματος απαραβίαστο!
Σαν να μην μας έφταναν όλες ετούτες οι οδύνες μας, ενίοτε αυτοί οι αχαΐρευτοι, αυτοί οι ανεπάγγελτοι που “κόλλησαν” ένσημα μόνο απεργαζόμενοι -αυτοί και οι πρόγονοί τους, την καταστροφή της Ελλάδας, αυτοί που μαζί με τα πολιτικά ή και τα φυσικά εκτρώματα που γεννοβόλησαν, ναι, αυτοί οι ίδιοι, τώρα μας κουνάνε από πάνω κι επιτιμητικά το δάχτυλο, λέγοντάς μας ότι μαζί τα φάγαμε κι ας πεινάμε χώρια, άλλος γιατί του είπε ο γιατρός να κάνει δίαιτα αν θέλει να ζήσει λίγα χρόνια παραπάνω κι άλλος γιατί ντρέπεται να πάει να κάτσει στην ουρά του συσσιτίου ή να καταθέσει πιστοποιητικό θρησκευτικών φρονημάτων στον παπά της ενορίας του για μια βοήθεια!
Φτάνει πια με το αυτομαστίγωμα, σου λέω εγώ, καλό μου πληκτρολόγιο.
Αν υπάρχουν δύο λόγοι για να οικτίρουμε τους εαυτούς μας, ο ένας είναι αυτός ο ιδιότυπος μιθριδατισμός μας, αυτή η ανοχή μας προς τους Ολετήρες που μας κυβερνούν και που πορεύονται ξεπουλώντας τον δημόσιο πλούτο μας, ξεπουλώντας εμάς τους ίδιους, ξεπουλώντας και τα όνειρά μας μπιρ-παρά -και μάλιστα με την ψήφο μας που για άλλα την εζήτησαν κι άλλα κάνουν∙ κι εμείς οι ανόητοι τους πιστέψαμε ξανά και τους τη δώσαμε ξανά την καταραμένη μας την ψήφο.
Ο δεύτερος λόγος που πρέπει να φτύνομε τις μούρες μας κάθε πρωί που κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, είναι επειδή δεν μπορούμε να κάτσομε όλοι μαζί και να κουβεντιάσομε σαν άνθρωποι για το πώς θα ξαναχτίσουμε όλα ετούτα, που τόσα χρόνια, μέσα στις ηδονιστικές μας παραισθήσεις και αμέριμνοι με τις πιστωτικές μας κάρτες στο χέρι, τ’ αφήσαμε και ρημάξανε.
Δικιά μας είναι η ευθύνη να σηκωθούμε ξανά όρθιοι και δεν υπάρχει η πολυτέλεια ούτε για αυτομαστιγώματα ούτε για κλάψες αλλά ούτε και για περισσότερη αναμονή της πνευματικής μας τελείωσης δια της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος.
Πρώτη μας δουλειά πρέπει να είναι να ξεφορτωθούμε όλους αυτούς τους υπάλληλους άγνωστων εργοδοτών -αλλά πάντως όχι υπουργούς του Ελληνικού λαού- που μας κυβερνάνε.
Κι ύστερα όλα τα άλλα, μα πρώτο-πρώτο από τα ύστερα κι από τ’ άλλα, “να μάθουμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά”, κατά που μας ορμήνεψε κι ο ποιητής.
Αλλά, θα μου πεις, καλό μου πληκτρολόγιο ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα και ότι στο κάτω-κάτω της γραφής, το είπαμε και το ξαναείπαμε ότι τα καλύτερα συνθήματα, γράφονται στους τοίχους, δεν το ξαναείπαμε? Ναι, το είπαμε ξανά…
To κολάζ είναι από την ΟΚΤΑΝΑ.
Alexandros Raskolnick από my-pillow-book