Αν θέλει κανείς να δει τη δύναμη του κυρίαρχου λόγου και την ύπουλη επίδραση της αστικής προπαγάνδας στη λεγόμενη κοινή γνώμη, μπορεί να τη μετρήσει σε ένα επίκαιρο παράδειγμα με το ζήτημα των αιώνιων φοιτητών. Ο μέσος τηλεθεατής δε βλέπει σε αυτή την κατηγορία νέους που σπουδάζουν με πενιχρά μέσα και πρέπει να δουλεύουν παράλληλα για να βγάλουν τα προς το ζην, μένουν σε άλλο μέρος και δεν έχουν λεφτά να νοικιάσουν σπίτι στην πόλη των σπουδών τους, άτομα γενικά που πήγε κάτι στραβά στη ζωή τους και χρειάζονται συνεπώς βοήθεια αντί για εκβιαστικά τελεσίγραφα. Αλλά φαντάζεται ρέμπελους φοιτητοπατέρες που τρώνε τα λεφτά του πατέρα και του κρατικού προϋπολογισμού και βασικά ευθύνονται για τη (δημοσιονομική) κρίση (χρέους και αξιών), μαζί με τους υδραυλικούς που δεν κόβουν απόδειξη και τους δημόσιους υπαλλήλους.
Δεν έχει τόση σημασία που στην πραγματικότητα οι αιώνιοι (λες και μιλάμε για ντέρμπυ πάο-οσφπ) δεν επιβαρύνουν στο παραμικρό τα πανεπιστήμια και την πολιτεία. Σημασία έχει μόνο πως έχουμε αποστηθίσει αυτό το σχήμα δια της συχνής τηλεοπτικής επανάληψης κι έχουμε μάθει αυθόρμητα να το θεωρούμε δική μας σκέψη κι ανάλυση, θεωρώντας τους αιώνιους φοιτητές κάτι σαν τον προ-αιώνιο εχθρό (τους εαμοβούλγαρους), που μας εμποδίζει να ξαναζήσουμε τον χρυσό αιώνα του περικλή.
Ποιος είναι όμως ο λόγος που στοχοποιούνται οι αιώνιοι φοιτητές από την κυβέρνηση, εφόσον δεν κοστίζουν τίποτα και δεν επιβαρύνουν στο παραμικρό το κράτος; Η βασική λογική είναι να γίνουν τα πανεπιστήμια ανταγωνιστικά, με κριτήρια ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς βαρίδια (δηλ. τους αιώνιους) που δυσφημούν και ρίχνουν την αποτελεσματικότητά τους, ανεβάζοντας το μέσο όρο (απο)φοίτησης. Μια παράπλευρη αλλά εξίσου σημαντική πτυχή είναι και η εξασφάλιση δεξαμενής πελατών για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (που όλο και λιγότεροι δημοσιολόγοι νιώθουν την ανάγκη να τα αναφέρουν ως μη κρατικά, για να μη χτυπάν πολύ άσχημα στο αυτί). Αν διαβάσει κανείς εκπαιδευτικά ρεπορτάζ και αναλύσεις στον τύπο και το διαδίκτυο, θα βρει κι άλλες αντίστοιχες παραμέτρους πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
Πλάι στα άλλα ζητούμενα όμως, υπάρχει και μια γενικότερη κοινωνική στόχευση, που δεν υστερεί καθόλου σε σημασία: η εμπέδωση της προσωρινότητας, της πίεσης, της δια βίου ελαστικότητας των αυριανών εργαζόμενων, ήδη απ’ τα φοιτητικά τους χρόνια. Γιατί κανείς δεν πρέπει να νιώθει ασφαλής και μόνιμος (ακόμα και με τη σχετική έννοια που έχει αυτός ο όρος σε μια εξ ορισμού μεταβατική φάση, όπως η φοιτητική). Αλλά να νιώθει στην πρέσα, υπό διαρκή κρίση κι αίρεση (αξιολόγηση) για να είναι υποτακτικός κι υπάκουος και να συνηθίζει για να προσαρμοστεί γρήγορα και στο επαγγελματικό κάτεργο που τον περιμένει.
Παράλληλα χτυπιέται η παραδοσιακή και κακόφημη φοιτητική «ανεμελιά», που διασφαλίζει ωστόσο ένα διαφορετικό κλίμα, μια γενική ατμόσφαιρα και έμπρακτη δυνατότητα ενεργού συμμετοχής των φοιτητών στα κοινά. Είναι αυτό το περίφημο «απέξω» (έξω από την εργατική τάξη, την αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής) που αναλύει στο έργο του ο βλαδίμηρος για το πώς προκύπτει η επαναστατική συνείδηση. Κάτι που επιβεβαιώνεται και στην πράξη από μία άποψη (που είναι όμως η μισή αλήθεια), καθώς τα πανεπιστήμια αποδεικνύονται προνομιακό πεδίο στρατολόγησης (και για κάποιες οργανώσεις ο αποκλειστικός χώρος δράσης και ύπαρξής τους, κάτι σαν υδροβιότοπος με προστατευόμενα είδη). Το οποίο κρύβει όμως κινδύνους άλλης φύσης, που μπορεί να εκδηλωθούν στην πορεία.
Αυτή η παράμετρος επηρεάζει αποφασιστικά τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά πολλών φοιτητών κι αποτελεί το κλειδί για την ερμηνεία κάποιων τάσεων κι αρκετών φαινομένων. Εξηγεί ίσως εν μέρει –και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες προφανώς- πώς εξανεμίστηκε η αγωνιστική παράδοση κι οι κινητοποιήσεις της διετίας ’06-’07, γιατί δε βρήκαν συνέχεια τα επόμενα χρόνια, γιατί το φοιτητικό κίνημα έμεινε ουραγός και παθητικός θεατής -ως επί το πλείστο- κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ οι όποιες αγωνιστικές διεργασίες υστερούσαν φανερά σε ένταση, συμμετοχή και διάρκεια -και αυτό παρά τη σημαντική άνοδο της πανσπουδαστικής στις φοιτητικές εκλογές της τελευταίας τριετίας.
Πολλές φορές κατά το παρελθόν -κι από εδώ επίσης- έχει ανοίξει η συζήτηση για το αν αλλάζει ή όχι τα τελευταία χρόνια η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών, με την έννοια της αύξησης των ταξικών φραγμών. Το τελευταίο στοιχείο δεν μπορεί να αγνοηθεί, εκτιμώ όμως πως οι αλλαγές την τελευταία πχ δεν είναι τόσο δραματικές κι εντυπωσιακές, που να δικαιολογούν από μόνες τους αυτή τη νηνεμία. Αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει πάντως είναι το γενικό πλαίσιο και η ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων, αλλαγή που γίνεται αντιληπτή και με απλές εμπειρικές παρατηρήσεις ενός απλού περαστικού 30άρη, που είχε προλάβει το μαϊούνη. Η κρίση δε συντελεί αυτόματα στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων (ιδίως σε έναν χώρο με μεταβατικά χαρακτηριστικά, όπου δεν υπάρχει μόνιμη, σταθερή παρέμβαση στον ίδιο κόσμο και πολλά ζητούμενα πρέπει να κατακτούνται κάθε χρόνο ξανά από την αρχή). Η αδιέξοδη λογική της ατομικής λύσης κάνει πολλά παιδιά να σκύβουν το κεφάλι περισσότερο, για να χωρέσουν στο καινούριο καλούπι, και να αποφεύγουν συστηματικά κάθε συλλογική αναζήτηση, που μπορεί να τους αποπροσανατολίσει από το αυστηρό χρονοδιάγραμμα της αποφοίτησής τους. Γιατί ο χρόνος είναι χρήμα και δεν περισσεύει για αιώνιους ρεμπεσκέδες και την αιωνιότητα συν δύο.
[Ακόμη ένα εξαιρετικό άρθρο από το ιστολόγιο γνώμης “Σφυροδρέπανο“. Τηρήθηκαν η ορθογραφία και η στίξη τού πρωτοτύπου.]
http://teddygr.blogspot.gr