γράφει: διον διομ μανιάς
δεν κατάφερα πολλά στην ζωή μου. για να είμαι ακριβέστερος, δεν κατάφερα σχεδόν τίποτε. τα μόνα που μου έχουν απομείνει και για τα οποία περηφανεύομαι κατά μόνας είναι το καταβεβλημένο μου αλλά αξιαγάπητο εισέτι σαρκίον, η φαντασία μου, τα ταξίδια που ακόμα όνειρεύομαι, τα κομπολόγια μου, η διάθεση μου, ένα παγκάκι, κι ένα δροσερό αεράκι γύρω μου με όνομα.
εσένα τι εις χουν;
Διαβάστε και αυτή την ανατριχιαστική ιστορία: ο Χίτλερ απαγόρευε στους Εβραίους να κάθονται στα παγκάκια!
Αναδημοσίευση από το blog Μικρές Ιστορίες Sine Materia
«Ήτανε ογδόντα τεσσάρων χρονών, σχεδόν κουφή και έμενε σ’ ένα διαμέρισμα του πατρικού μας σπιτιού στη Βιέννη. Έτσι ακόμα και σύμφωνα με τους καινούργιους νόμους των “Αρειανών” δεν μπορούσαν να την πετάξουν έξω και κοιτάζαμε να βρούμε καμιά ευκαιρία να την βγάλουμε έξω από την Αυστρία μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρανε οι χιτλερικοί στην Αυστρία της ήτανε πολύ οδυνηρό: Με την ηλικία που είχε, δεν την κρατούσαν τα πόδια της κι όταν έκανε τον καθημερινό περιπατάκο της, αφού περπατούσε με κόπο πέντε-δέκα λεφτά, συνήθιζε να κάθεται και ν’ αναπαύεται σ’ ένα παγκάκι. Αλλά μόλις ο Χίτλερ έγινε κύριος της Βιέννης, απαγορευόταν βάναυσα στους Εβραίους να κάθονται στα παγκάκια – μέτρο που το επινοήσανε με τον σαδιστικό σκοπό του κρυφού βασανισμού»…
Η ηλικιωμένη γυναίκα της ιστορίας ήταν η μητέρα του Στέφαν Τσβάιχ. Ήταν τότε, το 1938, σχεδόν συνομήλικη εκείνης που μας είπε, εν πλήρει αθωότητι ή μήπως συνειδήσει, πριν από λίγο καιρό, πως «εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει· στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος».
Το 1938 η ηλικιωμένη Εβραία, που δύσκολα έκανε δυο βήματα στο δρόμο, δεν επιτρεπόταν να ξαποστάσει στο παγκάκι της γειτονιάς της. Όπως και κανείς άλλος «βρωμιάρης» της φυλής της. Επί ποινή θανάτου. Γι’ αυτή τη γυναίκα μιλάει, για να πει για όλους, ο μεγάλος αυστριακός συγγραφέας, που έμαθε τότε στην Αγγλία, όπου είχε καταφύγει, το θάνατό της. Λέει στο έργο του, «Ο χθεσινός κόσμος», για εκείνες τις ημέρες του 1938, τις μέχρι τότε «τρομερότερες μέρες» της ζωής του, (σύντομα θα ακολουθούσαν και άλλες τρομερότερες):
«Και δεν κοκκινίζω να ομολογήσω – τόσο μας σκλήρυναν την καρδιά αυτά τα χρόνια – ότι δεν τινάχτηκα, δεν έκλαψα όταν έμαθα το θάνατο της φτωχής μου μητέρας, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση, γιατί έτσι θα γλύτωνε πια από κάθε πόνο και κάθε κίνδυνο».
Ένα παγκάκι, λοιπόν, κάπου στη Βιέννη ή την Κυψέλη. Τόσο σημαντική μπορεί να είναι μια λεπτομέρεια. Τόσα πολλά μπορεί να δείχνει (ή να κρύβει). Όσοι πιστεύουν ακόμα στον άνθρωπο, χωρίς να απαιτούν κανένα προσδιοριστικό – φύλου ή φυλής, θρησκείας, ιδεολογίας ή αίματος – για αυτή τους την πίστη, είναι καιρός να μιλήσουν. Προτού μας πέσει, πάλι, ο ουρανός στο κεφάλι. Προτού κάποιος άλλος προτιμήσει το θάνατο για να γλυτώσει από κάθε πόνο και κάθε κίνδυνο!
επιλογή από Κεράσια και Κρίνοι
άσχετο:
Για τους σύγχρονούς του ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) ήταν περισσότερο ένας τεχνίτης της γραφής παρά ένας φιλόσοφος των σελίδων.