edit: διον διομ μανιάς
ο άνθρωπος που μας μίλησε, μας παρηγόρησε, μας κράτησε ξάγρυπνους, μας έκανε να ερωτευτούμε, να διαδηλώσουμε, να σκεφτούμε και να πορευτούμε. Με δυο λόγια να νιώσουμε άνθρωποι και να «τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».
“ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα , ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε , κ΄η ομορφιά του ανθρώπου…”
«…είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο, να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ’ ακούν».
Ιδιοκτήτες της νύχτας –
άστεγα άστρα,
δυο δίφραγκα στην τσέπη μας,
το σφύριγμα του τραίνου
κάτω απ’ το πουκάμισό μας
κατάσαρκα.
Μοναχική ευτυχία,
κι ένα ποτήρι νερό
λάμποντας
μέσα στο κλειδωμένο σπίτι.
Μεγάλο, υπόγειο, νυχτερινό γκαράζ.
Μπήκε κρυφά στο μισοσκόταδο ξυπόλητος,
πλάγιασε σ’ ένα φορτηγό κι αποκοιμήθηκε. Το πρωί
βγήκε, κρυφά και πάλι, μαύρος
απ’ τις μουντζούρες και τα λάδια. Στάθηκε
μπροστά σε μια βιτρίνα γυναικείων εσωρούχων. Είδε
το πρόσωπο του μαύρο, ξένο κι άγνωστο. Τώρα
μπορούσε, ελεύθερος πια, να μπει στην Πόλη.
Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα,
σημαδεμένοι τοίχοι –
πόσοι εκτελεσμένοι.
Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους,
απ’ τα πουκάμισά τους,
μαζεμένα
σ’ ένα κουτί σιδερένιο,
κουδουνίζουν τις νύχτες.
Ράβω, ξεράβω στίχους
να τούς κουμπώσω ως το λαιμό
μη μου κρυώσουν,
μη και μου ξεχαστούνε,
μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ.