Στις ειδήσεις των τελευταίων ημερών περιλαμβάνονται αυτή για την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε το κοριτσάκι από την Συρία, το οποίο, αφού διασώθηκε από την 19χρονη μετά το ναυάγιο με μετανάστες στα ανοιχτά της Μάλτας, ξεπέρασε τον κίνδυνο για την υγεία του στο νοσοκομείο Ηρακλείου, καθώς και αυτή για την ιρλανδή νομπελίστρια Μ. Μαγκουάιρ, που αρνήθηκε να καταθέσει στεφάνι στο σκοπευτήριο της Καισαριανής επειδή, κατά δήλωσή της, “οι άδικοι θάνατοι στους πολέμους δεν είναι τιμητικοί για την ανθρωπότητα, η συνέχιση της ζωής και η δημιουργία είναι αυτό που πρέπει να τιμούμε”.
Από την μια μεριά μετανάστες, οι οποίοι αναζήτησαν την σωτηρία τους από έναν πόλεμο που μοιάζει οι ιμπεριαλισμοί να αναζωπυρώνουν συνέχεια κι από την άλλη μια νομπελίστρια που υποστηρίζει πως “αν μάθουμε ν’ ακούμε όλες τις φωνές, θα έχουμε κάνει ένα βήμα προς την εξάλειψη της βίας”. Σαν να είναι οι πόλεμοι, παρελθόντες και -ιδιαίτερα- παρόντες, οι μεταναστεύσεις, η φτώχεια και όλα τα βάσανα των υποτελών τάξεων απανταχού της γης αποτέλεσμα μιας αδικίας, που τα ευγενή συναισθήματα και οι καλές προθέσεις κάποιων ανθρώπων μπορούν να θεραπεύσουν.
Μ’ αυτή την οπτική, η ανάλυση αυτών των πολέμων ή άλλων συγκρούσεων καταλήγει να επικεντρώνεται περισσότερο στην αδυναμία όσων τα βιώνουν να ακολουθήσουν τα πρότυπα της δυτικής πολιτικής και, κυρίως, στο χαμηλό επίπεδο του ενδιαφέροντός τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κανείς στην Ευρώπη δεν αρνείται πως ανθρώπινα δικαιώματα έχουν όλοι οι άνθρωποι απλώς επειδή είναι άνθρωποι, σάμπως οι άνθρωποι να ζουν εκτός τόπου και χρόνου. Μόνο που, έτσι, δεν προσφέρεται λύση για την βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης ούτε τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ολοένα βαθύτερες και αυξανόμενες ανισότητες στο παγκόσμιο σύστημα, με ηθικές παραινέσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αισιόδοξες δράσεις για “ανάπτυξη του πολιτισμού της ειρήνης”. Μ’ αυτή την οπτική, λοιπόν, μοιάζει απολύτως φυσικό να μη δηλώνει κανείς στην Ευρώπη (ή, τουλάχιστον, πριν από λίγα χρόνια δεν δήλωνε) εναντίον όλων αυτών των μεταναστών που πνίγονται στις θάλασσές της και ζητιανεύουν στις αγορές της. Γιατί, βεβαίως, κανείς στην καθημερινότητα και στην κεντρική εξουσία δεν δηλώνει ότι είναι ρατσιστής.
Ο λόγος για τον οποίο οι πάντες απεχθάνονται τόσο πολύ τον ρατσισμό μετά το 1945, είναι ξεκάθαρος. Ενώ όλοι μπορούσαν να είναι απροκάλυπτα και άνευ τύψεων ρατσιστές και αντισημίτες πριν από το 1945, κανείς δεν είχε την πρόθεση να φθάσει η κατάσταση αυτή εκεί που έφθασε και να αποκαλυφθεί. Είναι ο ναζισμός με την τελική του λύση που στέρησε από κάθε δικαιολογία τον ρατσισμό μέσα στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. Αν ο στόχος τού ρατσισμού είναι να αποκλείει ανθρώπους, δεν είναι να τους εξοντώνει ολοκληρωτικά και απροκάλυπτα αλλά περισσότερο να τους κρατάει μέσα στο σύστημα ως κατώτερους, ώστε να υφίστανται ολοκληρωτική οικονομική εκμετάλλευση, χωρίς να προκαλούνται αντιδράσεις και να χρησιμοποιούνται πολιτικά (όποτε χρειάζεται) ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, δικαιολογώντας και δικαιώνοντας συγκεκριμένες πολιτικές. Με την τελική λύση, ο Χίτλερ προχώρησε πολύ, έφτασε στις ακρότατες συνέπειες της εφαρμογής του. Ήταν μια… απώλεια ελέγχου, ένα ξεπέρασμα ορίων, που οδήγησε στο να μη γίνεται πια αποδεκτό να είναι κανείς ρατσιστής, ύστερα μάλιστα από το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα και τη νίκη. Το κυριότερο δεν είναι ότι αυτό έγινε για πρώτη φορά αλλά ότι έγινε σε τόσο μεγάλη κλίμακα, τόσο περίοπτα, στην κεντρική σκηνή τού παγκόσμιου συστήματος. Τί άλλο, λοιπόν, μπορούσε να κάνει η καπιταλιστική δύση, μετά την λαϊκή αντίσταση, από το να διαχωρίσει την θέση της απαγορεύοντας τον δημόσιο ρατσισμό; Έγινε λοιπόν ο ρατσισμός λέξη-ταμπού.
Μόνο που ο ρατσισμός δεν εξαλείφτηκε ποτέ. Αφού με διακηρύξεις, επίσημα, ο κυρίαρχος λόγος απαρνήθηκε τον ρατσισμό, μπορούσε πια να αποκατασταθεί η βασική του λειτουργία, δηλαδή η διατήρηση των ανθρώπων στο σύστημα αλλά ως κατώτερων. Οι χιλιάδες εργάτες που συνετέλεσαν στα οικονομικά θαύματα στη μεταπολεμική Ευρώπη, έρχονταν -σχεδόν στο σύνολό τους- ως άτομα που βρίσκονται στον βυθό μιας κοινωνίας, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Μήπως και στη χώρα μας η αντιμετώπιση των αλβανών στη δεκαετία του ’90 ήταν καλύτερη από αυτή που είχαν οι έλληνες μετανάστες στη Γερμανία; Κι όταν μετά το 1970 αυξήθηκε η ανεργία, οι μετανάστες έγιναν ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, όπως έγιναν για μας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Κι έτσι, οι ακροδεξιές δυνάμεις, που είχαν χάσει τη νομιμότητά τους και ήταν περιθωριακές μετά το 1945, άρχισαν να επανεμφανίζονται, μερικές φορές μέσα στα μεγάλα συντηρητικά κόμματα κι άλλες ως χωριστές οντότητες. Κι έτσι, φτάσαμε στην χώρα μας να ψηφίζουν το φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής σχεδόν μισό εκατομμύριο εκλογείς.
Η ανάλυση, όμως, του ναζιστικού φαινομένου ως απλής ιδιαιτερότητας της ιστορικής κατάστασης στην Γερμανία και όχι ως σύμφυτου με το καπιταλιστικό σύστημα, περιορίζει πολύ την δυνατότητα κατανόησής του και, επομένως, της αντιμετώπισής του. Συνεπώς, είναι πιο εύκολο για τα δυτικά κράτη, διακηρύττοντας την δική τους ηθική αρετή, να αποσυνδεθούν από τον ρατσισμό, επικαλούμενα μάλιστα την -υποτιθέμενη- σημερινή μη ρατσιστική ρητορεία τους.
Ο σύγχρονος ρατσισμός, όμως, είναι το ίδιο δηλητηριώδης όσο και προπολεμικά. Μόνο η αντικατάσταση του αντικειμένου τού μίσους και του φόβου έχει αλλάξει. Στρατιές εξαθλιωμένων αφρικανών και ασιατών χάνονται στην προσπάθειά τους να… παραβιάσουν τις πύλες τής Ευρώπης. Όμως, οι ευρωπαίοι δεν πιστεύουν ότι είναι ρατσιστές: και παιδάκια σώζουν… και μετανάστες σιτίζουν… και η νομοθεσία τους είναι αντιρατσιστική… Είναι ισχυρή η πεποίθηση ότι ρατσισμός μπορεί να υπάρχει έξω από την Ευρώπη, όχι όμως μέσα σ’ αυτήν: τώρα, ο ρατσισμός είναι ένα παλιό όνειδος, παλιά ντροπή που τέλειωσε με τον Χίτλερ.
Γι’ αυτό θεωρείται ανεπίτρεπτη η ύπαρξη φασιστικών μορφωμάτων σαν τη Χρυσή Αυγή, που ασύστολα διακηρύττουν έναν χοντροκομμένο ρατσισμό, με δράσεις που φτάνουν στα άκρα, όπως η δολοφονία του Π. Φύσσα. Γι’ αυτό και άπαντες οι φιλικά προσκείμενοι στην Χ.Α. την αποκήρυξαν επειδή προχώρησε πολύ και όχι επειδή είναι ένα φασιστικό κόμμα. Παράδειγμα αντιμετώπισης της Χ.Α. δίνει η παλιότερη δήλωση του Ανδρέα Λοβέρδου πως η Χ.Α. είναι “το πρώτο κίνημα μετά τη Μεταπολίτευση που γεννιέται αυθεντικά”.
Δεν αρκεί, λοιπόν, η επίκληση της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας για να αντιμετωπιστεί ο ρατσισμός, όταν διαμορφώνονται τέτοιες κοινωνικές συνθήκες, ώστε να περνά στη συνείδησή μας (στην καλύτερη περίπτωση) η ιδέα πως για όλους αυτούς τους εξαθλιωμένους δεν ισχύουν τα δεδομένα των διανθρώπινων σχέσεων παρά ως ελεημοσύνη ή ευγενής παραχώρηση από ηθική ανωτερότητα της πολιτισμένης Ευρώπης. Ίσως το καταλάβουμε, καθώς οι εξαθλιωμένοι πληθαίνουν ακόμη και στις ίδιες τις μητροπόλεις του καπιταλισμού και η ρατσιστική καταπίεση δεν αφορά πια μόνο τους άλλους.
[Από το ιστολόγιο γνώμης Dies brumalis – Μορφοποίηση και μικροδιορθώσεις δικές μου]
http://teddygr.blogspot.gr