Ως γνωστόν, το ιστολόγιο δεν αρέσκεται ούτε σε συνωμοσιολογίες ούτε σε εξυπναδισμούς. Όμως, αν έπρεπε να στοιχηματίσουμε για το ποιο είναι το ακανθωδέστερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή την εποχή η κυβέρνηση, δεν θα επιλέγαμε ούτε τον ΕνΦΙΑ ούτε την ανεργία ούτε τις καθυστερήσεις στις αποκρατικοποιήσεις ούτε το περαιτέρω κούρεμα χρέους ούτε -πολύ περισσότερο- τα επιτόκια με τα οποία μας δανείζουν οι πιστωτές μας. Προσωπική μας άποψη είναι ότι για τους κυβερνώντες δεν υπάρχει αυτή την στιγμή μεγαλύτερος πονοκέφαλος από τα περίφημα “κόκκινα δάνεια”.
Την πεποίθησή μας αυτή έχει επιβεβαιώσει από τον Ιούνιο η Τράπεζα της Ελλάδος με εγκύκλιο που έστειλε στις τράπεζες, στην οποία προβλέπονται βραχυπρόθεσμες (μικρότερες των πέντε ετών) αλλά και μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις που θα διευκολύνουν την εξυπηρέτηση των “κόκκινων δανείων”. Μια απ’ αυτές τις ρυθμίσεις είναι και η διαβόητη πρόβλεψη για όσους δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το στεγαστικό τους δάνειο, βάσει της οποίας θα μεταβιβάζουν το ακίνητό τους στην τράπεζα και μετά θα μπορούν να μένουν σ’ αυτό για μια πενταετία πληρώνοντας…ενοίκιο.
Λέγαμε παλιότερα από τούτη την γωνιά ότι η πρεμούρα για διευθέτηση των “κόκκινων δανείων” έχει να κάνει με τα αναμενόμενα τεστ αντοχής (crash tests) στα οποία λίαν συντόμως θα υποβάλει η ΕΚΤ τις εγχώριες τράπεζες. Επίσης, έχει να κάνει με τις επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις των διεθνών οίκων ότι τα επισφαλή δάνεια έχουν διογκωθεί επικίνδυνα. Εξ άλλου, δεν είναι άσχετη με το θέμα η απόφαση που πήρε στα τέλη Ιουνίου η Κομμισσιόν για παράταση των μέτρων στήριξης των ελληνικών τραπεζών μέχρι την 31η Δεκεμβρίου.
Τόσο τα μνημόνια όσο και η έκθεση αξιολόγησης τού ΔΝΤ καλούσαν τις ελληνικές τράπεζες να πάρουν άμεσα μέτρα, εκτιμώντας ότι τα “κόκκινα δάνεια” επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους και περιορίζουν την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Το ΔΝΤ ανέφερε ότι το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επιβάλλει υψηλά επιτόκια, επιβαρύνοντας έτσι την οικονομία. Ταυτόχρονα, το ΔΝΤ καλεί την Τράπεζα της Ελλάδος να εφαρμόσει δείκτες απόδοσης (Key Performance Indicators – KPI) για τον έλεγχο της προόδου των τραπεζών στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να παραδίδουν εκθέσεις προόδου, οι οποίες θα βασίζονται σε συγκεκριμένους δείκτες και στο τέλος κάθε έτους θα δημοσιεύουν τον απολογισμό δράσης.
Κατά συνέπεια, τόσο η κυβέρνηση όσο και τα αστικά επιτελεία έχουν να επωμιστούν ένα δύσκολο καθήκον που εξελίσσεται σε δυσεπίλυτο πρόβλημα. Γιατί η οποιαδήποτε ρύθμιση των “κόκκινων δανείων” θα πρέπει από την μια να εξυπηρετεί την διάσωση του τραπεζικού συστήματος κι από την άλλη να διευθετεί την αναπόφευκτη απαξίωση κεφαλαίου που συνεπάγεται κάθε τέτοια ρύθμιση. Εδώ, σ’ αυτό το τελευταίο βρίσκεται το “κουκούτσι” τής ιστορίας: παραδόξως, το μεγαλύτερο πρόβλημα στις κυβερνητικές επιλογές δεν δημιουργείται από τις αντιδράσεις των δανεισθέντων, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν αβγά και πασχάλια, αλλά από τις αντιδράσεις εκείνων τους οποίους υποτίθεται ότι προσπαθεί να βοηθήσει, δηλαδή τους τραπεζικούς ομίλους!
Για να γίνει κατανοητό αυτό, αρκεί να σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή όπου η διεθνής καπιταλιστική κρίση δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, τα οποία δημιουργούν ελπίδες για αναστροφή τής ύφεσης και ανάκαμψη (έστω και αναιμική) της οικονομίας. Την ώρα, λοιπόν, που αναμένεται επανεκκίνηση της οικονομίας, ποιός χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα δεχτεί να χάσει μέρος τού κεφαλαίου του, παραχωρώντας έτσι πλεονέκτημα στους αντιπάλους του;
Κι ενώ η αστική εξουσία πονοκεφαλιάζει αναζητώντας τον πλέον ενεδεδειγμένο τρόπο για να ελαχιστοποιήσει την “χασούρα” τού κεφαλαίου, προσπαθεί ταυτόχρονα να χαλιναγωγήσει τις όποιες λαϊκές αντιδράσεις προκληθούν από τις αποφάσεις της και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνους τριγμούς το -ευρισκόμενο σε διαδικασία αναμόρφωσης- πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό άλλωστε έχουν πιάσει στασίδι οι μουμουέδες διαμορφωτές τής κοινής γνώμης, προκειμένου να μας πείσουν ότι η κυβέρνηση διεξάγει “σκληρές διαπραγματεύσεις” με την τρόικα.
Φυσικά, καμμιά “σκληρή” διαπραγμάτευση δεν γίνεται. Το μόνο που γίνεται είναι συζήτηση προς εξεύρεση εκείνης της λύσης η οποία θα έχει την μικρότερη ζημιά για τις τράπεζες και την ασθενέστερη λαϊκή αντίδραση. Κάτι που βολεύει και τις δυο “διαπραγματευόμενες” πλευρές.
http://teddygr.blogspot.gr