Πιστεύω πως αν ήμουνα παιδί… ή μάλλον κάτσε, να το πάρουμε αλλιώς. Απέναντι από την ΚΟΑ στην Ομόνοια είναι το αστυνομικό τμήμα, που διατηρεί τις καλύτερες σχέσεις με τα βαποράκια και τους νταβάδες της περιοχής. Απέναντι από την άλλη πλευρά της ΚΟΑ, στον πεζόδρομο, είναι η στάνη (γιατί όποιος φεύγει από το μαντρί κτλ) που έχει ωραία παραδοσιακά γλυκά. Κι ακριβώς παραδίπλα ένας κινηματογράφος που παίζει καθημερινά δύο έργα σεξ και μαζεύει την αντίστοιχη εκλεκτή πελατεία. Οπότε έχει τύχει κάτι κυριακάτικα πρωινά να πηγαίνουν συντρόφισσες από τα χαράματα στην ΚΟΑ για κάποια συνδιάσκεψη ή άλλη κομματική δουλειά και να πετυχαίνουν ξαναμμένους θεατές, με συγκεκριμένες προτάσεις: πίπα δέκα ευρώ;
Δεν ξέρω λοιπόν γιατί, αλλά πιστεύω πως αν ήμουν μικρός κι ήξερα με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο όλα τα παραπάνω στοιχεία, για να τα αναπλάσω δημιουργικά με τη φαντασία μου, όταν θα άκουγα μια συζήτηση των μεγάλων περί αξιολόγησης, θα μου ‘ρχόταν συνειρμικά στο μυαλό μια επιτροπή από τους ξαναμμένους θεατές στο σινεμά της Ομόνοιας να βαθμολογούν αυστηρά τους υπαλλήλους με κριτήρια Γκουσγκούνη (τι προσόντα έχει, πόσο μεγάλη.. υπομονή διαθέτει, κτλ) και όταν εγκρίνουν κάποιον να φωνάζουν άξιος, άξιος, ξεσπώντας σε πηχτά χειροκροτήματα.
-Ναι αλλά ας μην εκχυδαΐζουμε τη συζήτηση, γιατί κάθε αξιολόγηση έχει συγκεκριμένο πλαίσιο.
-Α χαίρομαι πολύ που συμφωνούμε σε κάτι. Ας δούμε, λοιπόν, ποιος ακριβώς εκχυδαΐζει την κουβέντα και προσβάλλει τη νοημοσύνη μας.
Ποιο είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της επιχειρούμενης αξιολόγησης στο δημόσιο; Μπορούμε να επισημάνουμε ως κύρια τα εξής δύο χαρακτηριστικά:
– Α) Δεν αποσκοπεί στην κριτική και τη βελτίωση των κακώς κειμένων αλλά στην τιμωρία των χειρότερων υπαλλήλων και την περικοπή δαπανών, με τη μείωση του προσωπικού κατά 15%, που είναι υποχρεωτική ακόμα κι αν δεν υπάρχουν κακοί υπάλληλοι σε μια υπηρεσία (στη συνέχεια πρόσθεσαν έναν όρο για να ρίξουν στάχτη στα μάτια, πως οι χειρότεροι υπάλληλοι της αξιολόγησης, που μπορεί να έχουν πέσει θύματα μεροληπτικών κρίσεων, θα παραμένουν υποχρεωτικά στις θέσεις τους, αλλά αυτό απλώς επιτείνει το κομφούζιο χωρίς να αλλάζει την ουσία του πράγματος).
– Β) Οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές των τμημάτων απαλλάσσονται εκ των προτέρων από κάθε συνέπεια της αξιολόγησης και δεν έχουν κανέναν φόβο/λόγο να μετανοήσουν για κάτι, εν όψει της τελικής κρίσης.
Ο σκοπός και το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας είναι τόσο δηλωτικά, που βρίσκουν αντίθετους και πολλούς θερμούς υπέρμαχους, από θέση αρχής, της αξιολόγησης. Μόνο που εδώ το πράγμα δεν μπαίνει αφηρημένα από θέση αρχής αλλά συγκεκριμένα και με ταξικό πρόσημο. Κι επειδή η παραπάνω συνταγή δεν έτυχε αλλά πέτυχε, εξυπηρετώντας θαυμάσια τους πραγματικούς στόχους του αστικού κράτους, αυτό οφείλει να προβληματίσει κάθε καλόπιστο συνομιλητή μας για το γενικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η αξιολόγηση.
Στον καπιταλισμό οι άνθρωποι γίνονται εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία. Για να καταστεί συγκρίσιμη κι ανταλλάξιμη η δραστηριότητά τους, αντικειμενοποιείται και μπαίνει σε αφηρημένα καλούπια, μετρώντας π.χ. την ποσότητά της σε ώρες με την αφηρημένη εργασία. Η βαθμολόγηση στο σχολείο είναι το εκπαιδευτικό αντίστοιχο της αξιολόγησης και της διατίμησης των εμπορευμάτων. Η ικανότητα των μαθητών πρέπει να μεταφραστεί σε μια συγκεκριμένη συγκρίσιμη επίδοση με ακρίβεια δεκαδικού, καθώς μερικά μόρια μπορεί να κρίνουν το επαγγελματικό μέλλον του καθενός. Τα πιο “εξελιγμένα συστήματα” (π.χ. στις ΗΠΑ) σου επιβάλλουν με συγκεκριμένη ποσόστωση να είσαι μέσα στους καλύτερους μαθητές της τάξης, αν θες να συνεχίσεις το μάθημα – κατ’ αναλογία της κοινωνίας των δύο τρίτων και της λογικής του ανταγωνισμού εναντίον όλων, που εμπεδώνεται από μικρή ηλικία στο σχολείο. Η σχολή κι ο κλάδος που ακολουθούμε δεν κρίνεται με βάση τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μας αλλά με βάση τις επιδόσεις μας σε κάποια εξεταζόμενα μαθήματα, ως απόδειξη του παραλογισμού που μπορεί να κρύβει πίσω της μια αφαίρεση, φτωχαίνοντας την πραγματικότητα και τους ζωντανούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, πολλοί βλέπουν θετικά μια αντίστοιχη διαδικασία, γιατί πιστεύουν ότι θεσπίζει τουλάχιστον αξιοκρατικά κριτήρια αντί της κυρίαρχης ευνοιοκρατίας των γνωριμιών και του μέσου -άλλο αν η πραγματικότητα διαψεύδει πικρά τις αφηρημένες προσδοκίες τους.
Από μια άποψη, η κοινωνία του μέλλοντος θα είναι το βασίλειο της αναξιοκρατίας, όχι γιατί δε θα προωθεί τους άξιους αλλά γιατί δε θα μετράει τους ανθρώπους ως εμπορεύματα, με βάση την ανταλλακτική τους αξία -και σε ένα βάθος χρόνου θα καταργηθεί και το δεύτερο συνθετικό τής λέξης, που παραπέμπει στο κράτος. Στη Σοβιετική Ένωση, οι εμπορευματικές σχέσεις επιβίωναν ως κατάλοιπα του παλιού κόσμου που δεν έχει πεθάνει ακόμα· κι οι βαθμολογίες του εκπαιδευτικού συστήματος κυμαίνονταν σε μια γενική κλίμακα από το 1 ως το 5, χωρίς μεγάλη διαβάθμιση με δεκαδικά, περιέχοντας όμως και πολλά ποιοτικά χαρακτηριστικά για κάθε μαθητή.
Οι αστικοί μύθοι για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και η κυρίαρχη προπαγάνδα έχουν διαμορφώσει στον κόσμο μια αντιφατική συνείδηση με διαφορετικά μέτρα και σταθμά ανά περίσταση. Πολλοί αναζητούν δυναμικές λύσεις διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση, νοσταλγώντας πχ την πυγμή της χούντας των συνταγματαρχών (“Α ρε, Παπαδόπουλο που χρειάζονται”) φρίττουν όμως στο άκουσμα της δικτατορίας του προλεταριάτου που συντρίβει τους εκμεταλλευτές, γιατί θα καταργήσει τάχα τις ελευθερίες και τα δικαιώματά μας. Πιστεύουν ότι ο υπαρκτός καταπατούσε το άτομο και την προσωπικότητα του καθενός στο όνομα του συνόλου και των γενικών αφαιρέσεων ενώ δεν υπάρχει πιο αλλοτριωτική αφαίρεση από το αφηρημένο (άρα άνισο) αστικό δίκαιο, τα αφηρημένα δικαιώματα που ποτέ δε βρίσκουν εφαρμογή στην πράξη, τον αφηρημένο χαρακτήρα της αξιολόγησης, που περιγράψαμε παραπάνω. Ιεραρχεί την ανεργία (που είχε εξαλειφθεί στην ΕΣΣΔ) ως το μεγαλύτερο πρόβλημα αλλά ζητάει κανιβαλικά το αίμα του γείτονα και συναινεί στις απολύσεις των δημόσιων υπαλλήλων. Θέλει αυστηρό έλεγχο των δημόσιων λειτουργών αλλά απορρίπτει τη σοβιετική πείρα με τον εργατικό έλεγχο, τις ανακλήσεις των ανάξιων στελεχών και την παραδειγματική τους τιμωρία, ιδίως στα πρώτα χρόνια της οικοδόμησης (το “κύμα εκκαθαρίσεων” με τις δίκες της Μόσχας π.χ. στράφηκε κατεξοχήν στη λεγόμενη νομενκλατούρα με τα ανώτερα στελέχη και όχι στο σύνολο της σοβιετικής κοινωνίας). Είναι πρόθυμος να πιστέψει τους μύθους για τις γενικές νόρμες θυμάτων που έδινε κεντρικά η Μόσχα στις περιόδους των εκκαθαρίσεων (βρείτε π.χ. ένα 10% ενόχων) αλλά μένει απαθής όταν βλέπει μπροστά του το μύθο να παίρνει σάρκα κι οστά, με τις απολύσεις στο δημόσιο.
Το γενικό κοινωνικό πλαίσιο είναι που καθορίζει τους σκοπούς και τα αποτελέσματα μιας διαδικασίας, είτε είναι η αξιολόγηση των κρατικών λειτουργών είτε είναι η δια βίου μάθηση καινούργιων γνώσεων πάνω σε ένα αντικείμενο ή ο εργατικός έλεγχος, που αναφέραμε και προηγουμένως. Αυτό το τελευταίο φαίνεται να ξεχνάνε κάποιες ομάδες του εξωκοινοβουλίου, που προβάλλουν ως μεταβατικό αίτημα τον εργατικό έλεγχο στο σημερινό αστικό πλαίσιο. Δεν είναι τυχαίο πως οι ίδιες ομάδες αντιδρούν συχνά στην προωθούμενη αξιολόγηση υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής “καλής αξιολόγησης”, π.χ. από τους κάτω, υποτιμώντας ακριβώς το κοινωνικό πλαίσιο που υπαγορεύει τους στόχους και τα χαρακτηριστικά κάθε αντίστοιχης διαδικασίας.
Αξιολογούμαστε όμως όλοι και βαθμολογείται κάθε πολιτική δύναμη από το λαό, για τις θέσεις και τους στόχους που προτάσσει. Όχι μόνο στις εκλογές, που είναι το πολιτικό αντίστοιχο της εμπορευματικής διατίμησης, ανάλογα με το πώς πλασάρει κανείς την πολιτική του γραμμή και αν υπόσχεται εύκολες λύσεις για να την κάνει ελκυστική. Αλλά πρωτίστως στο σχολείο της ταξικής πάλης, με βασικό κριτήριο το αν μιλάει με τη γλώσσα της αλήθειας στον κόσμο, για την αξιολόγηση και για κάθε άλλο ζήτημα που τον απασχολεί.
3 Οκτωβρίου 2014
[Άρθρο από το ιστολόγιο γνώμης “Σφυροδρέπανο“]
Cogito ergo sum