τέταρτος, πέμπτος, έκτος,
έβδομος, όγδοος, ένατος,
δέκατος, ενδέκατος…
Δώδεκα.
Με βήμα σίγουρο, βαδίζουν πέρα… Πέρα…
-Τις ει; Τις ει; Έβγα όξω!
Τσιμουδιά!…
Ο άνεμος μόνο με την κόκκινη παντιέρα, παίζει μπροστά…
Μπροστά το χιόνι, στοίβες χιόνι, παγωμένο.
-Τις ει;
Ποιός είναι μες στο χιόνι; Έβγα από κει.
Τίποτα, μόνο ένα σκυλί ξεπηδισμένο
τραβάει κουτσαίνοντας, ψωριάρικο σκυλί…
-Όξω σου λέω, για ξεκουμπίσου κασιδιάρη,
μ’ αυτή τη λόγχη το λαιμό σου γαργαλώ!
Κόσμε παλιέ, σκύλε μαγκούφη και ψωριάρη
χάσου από μπρος μου, αλλιώς στο χώμα σε πατώ.
Δείχνει τα δόντια, όμοιος με πεινασμένο λύκο,
πεσμένη η ουρά του, μα ούτε ρούπι παρακεί.
-Σκύλε ορφανέ, σκύλε λιμάρη,
Ε, άιντε σήκω,
Έι, αποκρίσου το λοιπόν…
Τις ει; Τις ει;
Ποιός ανεμίζει εκεί την κόκκινη παντιέρα;
…Για κοίτα ντε… τι σκοτεινιά, τι σκοτεινιά…
-Ποιός με το βήμα έτσι γοργό φτάνει από πέρα
τοίχο τον τοίχο στων σπιτιώνε τη σκιά;
Δε μου γλιτώνεις,
σου μυρίζεται κουμπούρα
τη ζωή σου αν θες, κάλλιο τα χέρια σου ψηλά
Έι! ΄Ει! συντρόφι, σου το λέω, θα τα βρεις σκούρα,
έβγα σού λέω
αλλιώς θα ρίξω στα στραβά.
Τραχ, ταχ, ταχ…
Κι αντηχεί, Θέ μου, μόνο η ηχώ, σπίτι το σπίτι…
μόνο ο σαρκασμός του ανέμου
σβήνει στου χιονιού την κοίτη…
Τραχ, ταχ, ταχ…
Τράχ, ταχ, ταχ…
Με το βήμα το πλατύ, βαδίζουν πέρα…
Πίσω, ο πεινασμένος σκύλος…
Μπρος, μ’ αιμάτινη παντιέρα
άφαντος πίσω απ’ το χιόνι…
κι ούτε σφαίρα τον λαβώνει,
πάνω από την καταιγίδα
μ’ ένα βήμα πουπουλένιο
σ’ ένα σπίθισμα νιφάδων μαργαριταρένιο,
με στεφάνι από άσπρα ρόδα…
σιωπηλός…
πάει μπροστά
ο Ιησούς Χριστός!
[Αλεξάντερ Μπλοκ, “Οι Δώδεκα” (απόσπασμα) – απόδοση στα ελληνικά: Γιάννης Ρίτσος
– Εκδόσεις “Κέδρος”, 1957]
(Ελάχιστο αφιέρωμα του ιστολογίου cogito ergo sum στην επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης.)