από capt k. patrikios
Ο Κώστας Μπαλάφας, υπήρξε μια εμβληματική μορφή της ελληνικής φωτογραφίας. Δικαίως ονομάστηκε «ο φωτογράφος της σεμνότητας των αφανών». Στα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε στη Λευκάδα στις δεκαετίες ’50 και ’60 αποτύπωσε με το φακό του καταπληκτικές φωτογραφίες με τις γυναίκες στις αλυκές Λευκάδας να κουβαλούν το αλάτι στο κεφάλι τους.
Ο ίδιος δήλωσε: «Ήταν σαν τις Καρυάτιδες σε κόντρα φως. Με τους τεντζερέδες που ήταν γεμάτοι αλάτι, να πηγαινοέρχονται σε διαγώνιες γραμμές μέσα στο κάτασπρο από το αλάτι τοπίο των αλυκών. Πόσο επιδέξια κινούνταν, παρά το βάρος στο κεφάλι. Πόσο περήφανες και απέριττες ήταν οι κορμοστασιές τους.Νεαρά κορίτσια της Λευκάδας μαζί με γηραιότερες γυναίκες σε μια ατέρμονη σειρά, ανέβαιναν πάνω στους λόφους από αλάτι καθώς ανέμιζαν τα μπαλωμένα παραδοσιακά τους φορέματα. Αυτές τις γυναίκες δεν τις ξέχασα ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους».
Οι Αλυκές Λευκάδας ως εργασιακός χώρος των γυναικών
Στη Λευκάδα οι γυναίκες, μπλεγμένες οι ίδιες στον κόπο του αλατιού… επικεντρώνουν τις διηγήσεις και τις αναφορές τους στα αμφίθυμα συναισθήματα για το τότε. «Την πρώτη μέρα που πήγα είπα, τι ήθελα να ‘ρθω; Τρεις μέρες παιδευόμουνα, όμως ήταν και οι παρέες, λέγαμε και κανένα αστείο και συνήθισα σιγά – σιγά».
Στη Λευκάδα η γυναίκα συμμετείχε ενεργά και κρατούσε την παραγωγή θεωρώντας αυτή τη δουλειά δικό της εισόδημα. «Μ’ άρεσε να πάω εκεί κάτω, είχε παρέα και ήταν και τα λεφτά. Πήγαινα από μικρή 10-11 χρονών, πήγαινε μια θεία μου. Μια μέρα που έλειπε ο πατέρας μου της έφυγα της μάνας μου. Πήγαινα από ότι μπόραγα να σηκώσω το ζεμπίλι». Από δώδεκα-δεκατριών χρονών στις αλυκές του Αλέξανδρου, και της πόλης παλαιότερα, δούλευαν οι κάτοικοι των δύο κοντινών χωριών και το βράδυ επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Μόνον την περίοδο της αιχμής όταν ερχότανε παρέες και από τα πιο μακρυνά χωριά οι εργάτες διανυκτέρευαν 15 μέρες ή και περισσότερο κοντά στην αλυκή. «Οι γυναίκες και οι άντρες μέναμε χωριστά εκεί κάτω στον κάμπο. Κάτω στις ελιές στρωματσάδα. Λέγαμε ιστορίες, κάναμε και σκουρδουβίτσες η μια πάνω στην άλλη, λέγαμε και ιστορίες πώς να κλέψουμε περισσότερο αλάτι».
Αποκλειστικά γυναικεία καθήκοντα στην αλυκή, εκτός από τα μικροθελήματα, το νερό και το καθάρισμα καμιά φορά των αλυκών, κυρίως ήτανε το ζεμπίλι και ο σωρός. Είναι χαρακτηριστικό της λευκαδίτικης κοινωνίας, ότι στα καθήκοντα αυτά απασχολούνταν μόνο γυναίκες από χωριά και όχι από την πόλη, ακόμη κι αν ήτανε σε μεγάλη ένδεια, τόσο στην κάτω όσο και στις επάνω αλυκές της Λευκάδος.
Οι γυναίκες κουβαλούσαν στο ζεμπίλι μέχρι τριάντα κιλά. Σε δρόμους όχι πολύ μεγάλους αλλά πολύ κακούς. Κάθε γυναίκα πηγαινοερχόταν και 50 φορές την ημέρα, όλες ξυπόλητες, μαθημένες από πάντοτε να περπατούν χωρίς παπούτσια στο έλεος της άρμης που έμπαινε στις σχισμές και μάτωνε και πονούσε το δέρμα. Κι όπως τα ρούχα τους βρεχότανε κοκάλωνε το αλάτι και μοιάζανε σαν γυάλινα. Καμιά γυναίκα δεν τελείωνε τη μέρα δίχως χαίνουσες πληγές στο σώμα της. Μόνο που η θάλασσα ήταν κοντά και έπεφταν και ξεπλενόταν πριν φύγουν. Όσες ζούσαν στον κάμπο, με αυτά τα ξύλινα ρούχα μπορούσαν να περάσουν μια εβδομάδα και περισσότερο, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση μέχρι που κάποιος από τους δικούς τους να τους μεταφέρει κάποια αλλαξιά, μαζί με το ψωμί και τα ελάχιστα άλλα χρειώδη.
Όμως, παρ’ όλες τις κακές συνθήκες, οι αλυκές ήτανε στόχος, επιδίωξη και προνομιακή κατάκτηση για τις γυναίκες. Παρακαλούσανε πότε τον έναν πότε τον άλλον, ψάχνοντας το δυνατό μέσο για να πιάσουνε δουλειά, θύματα σε εκβιαστικές παροχές ποικίλων υπηρεσιών προς φύλακες ή μικροαξιωματούχους.
Γι’ αυτές οι αλυκές ήταν το μεροκάματο. Ήταν η δυνατότητα να είναι κάποιος. Ήταν η δυνατότητα να είναι με άλλους. Ήταν η εξασφάλιση του αλατιού για όλη τη χρονιά στο σπίτι, πολύτιμο προϊόν για την οικιακή οικονομία της περιοχής (παστές σαρδέλες, ελιές, τυρί, κτηνοτροφία κ.ά.). Ήταν η κοινωνική αναγνώριση. Ήταν η ελπίδα του περιττού, ότι το μεροκάματο της αλυκής ίσως γίνει σαμαροσκούτι ή καινούρια παπούτσια, όσο ήταν ανύπαντρες, γιατί συνήθως στις παντρεμένες γυναίκες τα χρήματα επέστρεφαν πάντοτε στην οικογένεια. «Ο άντρας μου ερχότανε να με πάρει. Δεν δούλευε, αλλά όταν ήταν φύγω, ερχότανε να πάρει το αλάτι και τα λεπτά». …(1)
(1): Το κείμενο είναι μέρος της ομιλίας που παρουσίασε η κυρία Λίντα Παπαγαλάνη με τίτλο: «Οι αλυκές στα Επτάνησα, εργασιακός χώρος γυναικών», στο Διεπιστημονικό συνέδριο στη Λευκάδα 30/09 – 03/10/1999 με θέμα: Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου.
Οι 2 πρώτες φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα από το Λεύκωμα «Τα Νησιά».
Οι υπόλοιπες φωτογραφίες είναι από το Λεύκωμα: «Λευκάδα – Αλισάχνη στα ίχνη της ζωής» που εξέδωσε το 2012 το βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση.
[gallery_bank type=”images” format=”thumbnail” title=”false” desc=”false” responsive=”true” special_effect=”overlay_fade-white” animation_effect=”bounce” album_title=”false” album_id=”2″]