γράφει διον διομ μανιάς
χαμός
αστραπές, βροντές, καρέκλες έριχνε
οι ευκάλυπτοι σκέφτηκα σπάνε πιο εύκολα απ τα πεύκα.
φρέσκια η όστρια την έμπαζε μέχρι μέσα
καλύτερα απ την άλλη μεριά, κάτσε να φύω από δω.
αγρίεμα ο διάολος απόψε
θυμήθηκα κάτι βράδια στη γέφυρα, ευτυχώς κ είχε κι από μέσα ρέλια
ίσα και κρατιόμαστε να μη μας διπλαρώσει
το να βουνό μετά το άλλο
τρίζανε τα κόκαλα απ το ρημάδι
η πουτάνα που την νέκανε δεν λέει να ησυχάσει
πάνε τρεις μέρες τώρα που δεν κοιμάται κανένας
βόρειος ειρηνικός είν αυτός, και το storm να φύει, θ αφήσει χοντρό κι απότομο swell
προχτές τα χαράματα είδα όλη την καρένα από ένα ρώσικο αλιευτικό
σαν καρυδότσουφλο πάνω στο κύμα με κάτι αχνά φωτάκια “αυτοί δεν έχουνε αίμα στις φλέβες, βότκα έχουνε, εμείς μόνο τη θάλασσα τη πουτάνα μπορούμε να βρίζουμε”
όταν τη βρίζεις σε φοβάται λίγο “αυτός είναι κουρλός θα λέει”
αν της πεις πως θα την γαμήσεις δεν σταματάει της αρέσει
ξεφτιλίσετη την καριόλα, αγρίεψε της κ ίσως ησυχάσει.
βράζει η ψυχή, τα καθίκια οι εφοπλιστές που μας στέλνουνε σ αυτά τα σαπιοσίδερα
εκμεταλλεύονται την φτώχεια μας και τους συχαινόμαστε
εσένα όμως μωρή πουτάνα σ αγαπάμε, τι διάολο μας κάνεις έτσι;
και μετά έρχονται κάτι σκατόπαιδα, κακοθρέματα, πασοκοθρέματα, που το μόνο που ξέρουν και κάνουν είναι να κοροϊδεύουν το κόσμο, να το παίζουν προύχοντες και ξύπνιοι
δεν έχουν κουμαντάρει κι ούτε θα κουμαντάρουν ποτέ τους τίποτα,
ίσως να καταθέτουν κανα στεφάνι στη μαλακία που τους δέρνει
και να κοιτάνε τον ουρανό μη τους χέσει κάνα γλάρος
de nombreux baisers de montmartre