efsyn | 29.12.2014, 06:01
Σε αντίθεση με όλα όσα θα θέλαμε να πιστεύουμε για το ηρωικό μας παρελθόν, δεν ήταν καθόλου λίγοι κι αμελητέοι εκείνοι οι Ελληνες που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής. Εκατοντάδες χιλιάδες έγιναν δωσίλογοι. Ελάχιστοι έφτασαν στα δικαστήρια και απειροελάχιστοι καταδικάστηκαν. Στις δίκες τους, συντεταγμένη η εγχώρια ελίτ τούς διέσωσε, άλλωστε ανάμεσά τους βρίσκονταν και ηχηρά ονόματα της οικονομικής και πολιτικής άρχουσας τάξης της χώρας.
Ολα αυτά θα μπορούσαν απλώς να είναι ιστορίες από ένα μακρινό παρελθόν, αν οι δωσίλογοι και οι άνθρωποι των ταγμάτων ασφαλείας δεν στελέχωναν αργότερα τον κρατικό μηχανισμό της χώρας. Οπως και μετά τη χούντα, η πολιτεία δεν έκοψε ποτέ τις σχέσεις με τα «σταγονίδια» (για να τα βρίσκει και τώρα η δημοκρατία ξανά μπροστά της). Ο δρ Ιστορίας, Δημήτρης Κουσουρής, στο καινούργιο του βιβλίο (Οι δίκες των δωσιλόγων, εκδόσεις «Πόλις») ξεδιπλώνει μια ιστορία που φωτίζει φαινόμενα που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
• Υπάρχει η αίσθηση πως εδώ οι δωσίλογοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, όπως π.χ. έγινε στη Γαλλία. Ισχύει
Αυτή η ιδέα συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση, αλλά παραδειγματική περίπτωση: εδώ εμφανίστηκε νωρίτερα και καθαρότερα η «σκοτεινή όψη» των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, η απουσία δηλαδή συστηματικής κάθαρσης των φορέων των φασιστικών ή δωσιλογικών καθεστώτων και η αυθαίρετη χρήση της κρατικής εξουσίας για την περιθωριοποίηση και υπονόμευση των κομμουνιστών και των λοιπών αντιφρονούντων.
• Τι έκταση είχε το φαινόμενο;
Εκείνοι που συναλλάχθηκαν με τους κατακτητές στα τριάμισι χρόνια της Κατοχής μετρώνται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Υπήρχε μια «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα σε αντίσταση και δωσιλογισμό: πολλοί άλλαξαν στρατόπεδο ή έπαιξαν διπλό και τριπλό παιχνίδι. Το ποιοι εντέλει θεωρήθηκαν δωσίλογοι εξαρτήθηκε από την οικονομική επιφάνεια, τα ερείσματα και τις διασυνδέσεις που διέθετε ο καθένας στο εσωτερικό της κρατικής μηχανής και στο πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε τη μετάβαση στον μεταπολεμικό κόσμο.
Ανάμεσα σε όσους απασχόλησαν τη δικαιοσύνη βρίσκει κανείς πολλούς γνωστούς επιχειρηματίες, όπως δείχνουν οι υποθέσεις του «ομίλου Αβέρωφ», του Βουλπιώτη ή του Μποδοσάκη. Η δικαιοσύνη ευνόησε το παρασιτικό κεφάλαιο και «νομιμοποίησε» τις μεθόδους συσσώρευσης πλούτου που είχαν εμφανιστεί στην Κατοχή.
• Ποιοι γνωστοί πολιτικοί, στρατιωτικοί, οικονομικοί παράγοντες εκπροσώπησαν στα δικαστήρια την οπτική των δωσιλόγων;
Ειδικά οι υποθέσεις που ενέπλεκαν τα μέλη των κυβερνήσεων, ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες ή υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, θυμίζουν «all-star game» των αστικών ελίτ της εποχής.
Τα ειδικά δικαστήρια ήταν ο κόμβος όπου συναντήθηκαν κορυφαίοι βουλευτές, υπουργοί, πανεπιστημιακοί, του παλαιού πολιτικού κόσμου, μοναρχικοί και βενιζελικοί, όπως ο Θ. Σοφούλης, ο Κ. Ρέντης, ο Α. Στράτος και άλλοι, που αθώωσαν με τις καταθέσεις τους τους κατηγορούμενους, ιδιαίτερα σχετικά με την ίδρυση και τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στις εκατοντάδες δίκες που διεξάχθηκαν συναντά κανείς διάφορους κορυφαίους παράγοντες, όπως π.χ. τον Αγγ. Εβερτ, αρχηγό της Αστυνομίας, στη δίκη του διαβόητου Ν. Μπουραντά, τον Κ. Ζαβιτσάνο σε κάποιες υποθέσεις οικονομικής συνεργασίας, τον Γεώργιο Ράλλη στην υπεράσπιση του πατέρα του, τον Στυλ. Γονατά στην υπόθεση του Θ. Πάγκαλου και ο κατάλογος είναι μακρύς… Σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς του αντικομμουνιστικού «βαθέος κράτους», οι πιο εμβληματικές μορφές ήταν ο Ν. Αντωνακέας, στέλεχος του ΙΔΕΑ που εμφανίστηκε σε διάφορες δίκες πρώην ταγματασφαλιτών και ο εισαγγελέας Κωνσταντίνος Κόλλιας, μετέπειτα πρωθυπουργός της χούντας, που ενώ ήταν ο ίδιος υπόδικος για δωσιλογισμό, του ανατέθηκε η οργάνωση της λειτουργίας των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων. Γι’ αυτούς η Κατοχή ήταν μία παροδική και δευτερεύουσας σημασίας κατάσταση, ενώ το επείγον καθήκον ήταν η αντιμετώπιση του κινδύνου ανατροπής του «κοινωνικού καθεστώτος» από το ΕΑΜ.
• Πόσοι από αυτούς τιμωρήθηκαν;
Περίπου το 85% απαλλάχτηκαν από την προανάκριση. Από όσους δικάστηκαν, παραπάνω από τους μισούς αθωώθηκαν. Από τους καταδικασθέντες, οι πιο πολλοί έπεσαν στα μαλακά. Εν τέλει, από την επίσημη δικαιοσύνη εκτελέστηκαν συνολικά είκοσι πέντε δωσίλογοι, αριθμός αναλογικά μικρότερος από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που γίνεται ακόμα πιο «σκανδαλώδης» αν αναλογιστούμε πως την ίδια περίοδο εκτελέστηκαν από τα έκτακτα στρατοδικεία πάνω από τρεις χιλιάδες κομμουνιστές.
• Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι μέρος της εξήγησης της ανόδου του νεοναζισμού στην Ελλάδα αποτελούν οι δωσίλογοι της Κατοχής όπως και τα «σταγονίδια» της χούντας που παρέμειναν στον κρατικό μηχανισμό. Συμφωνείτε;
Οι διάφορες εκδοχές του εγχώριου φασισμού ενσωματώθηκαν στο μεταπολεμικό καθεστώς και συγκρότησαν θύλακες στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού και σχέσεις αλληλεξάρτησης με παρασιτικά στρώματα του ελληνικού κεφαλαίου. Συμφωνώ λοιπόν, αλλά υπογραμμίζω πως αποτελεί μέρος της εξήγησης. Η άνοδος του νεοναζισμού στην Ελλάδα είναι καταρχήν αποτέλεσμα της κρίσης και του εκφασισμού του πολιτικού συστήματος από τις κυβερνήσεις του «ακραίου κέντρου».
• Στην Ελλάδα σήμερα γίνεται λόγος για δωσιλογισμό και πάλι. Πώς αντιμετωπίζετε αυτή την άποψη;
Με ανεπιφύλακτη επιφύλαξη. Ασφαλώς το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται την κρίση είναι κατώτερο των περιστάσεων κι επιδεικνύει δουλική στάση στα κελεύσματα των δανειστών και των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Συχνότερα όμως, η χρήση του όρου ανακυκλώνει απλά έναν παρωχημένο πατριωτισμό που αντιστοιχεί σε άλλες εποχές κι άλλες αντιθέσεις, μας εγκλωβίζει σε σχήματα του τύπου «τότε όπως και τώρα». Ετσι συγχέουμε αντί να διακρίνουμε καθαρότερα τις δυο ιστορικές περιόδους. Η δικτατορία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου στα 2014 όμως είναι διαφορετική από την αυτοκρατορία του Τρίτου Ράιχ στη δεκαετία του 1940.
• Υπήρξατε θύμα δολοφονικής επίθεσης από τη Χρυσή Αυγή. Θεωρείτε αποτελεσματικό τον τρόπο που την αντιμετωπίζει η ελληνική δικαιοσύνη και το πολιτικό σύστημα;
Σε γενικές γραμμές, η ποινική δικαιοσύνη προστατεύει τους ισχυρότερους, αποπολιτικοποιεί την υπόθεση και περιορίζει τον κύκλο των ενόχων για τα εγκλήματα. Η «εγκληματολογική» αντίληψη του φασισμού συσκοτίζει τα κοινωνικά και πολιτικά του αίτια και περιορίζει το πεδίο της αντιφασιστικής δράσης. Ο,τι έμαθα από την εμπειρία μου και από τη μελέτη του παρελθόντος είναι πως δεν πρέπει κανείς να έχει αυταπάτες για τα όρια της αστικής δικαιοσύνης.