Πάνω από 50 χρόνια περίπου ανέμενε η αριστερά στη χώρα για να τοποθετηθεί μετωπικά απέναντι σε μια δεξιά αντίληψη και ιδεολογία, που πότε με λαϊκές ή φιλελεύθερες, πότε με κεντρώες και εσχάτως με ακραίες αποχρώσεις, ακολούθησε πολιτικές απολύτως συμβατές με το πολιτικό της περιεχόμενο, αυτό της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, της ενίσχυσης του κεφαλαίου, της εξάντλησης του κοινωνικού κράτους, της κατάργησης των εργασιακών και λαϊκών δικαιωμάτων και της περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας. Και όλα αυτά, με τον μανδύα, στα πρώιμα χρόνια, της κοινωνικής ομαλότητας και των επιμέρους παραχωρήσεων, εσχάτως δε με την δικαιολογία της σωτηρίας της χώρας από τον κίνδυνο της καταστροφής, ενός κινδύνου που η ίδια συνέβαλε αποκλειστικά –κι ας μην το ομολογεί– στη διαμόρφωσή κι επέλευσή του.
Μέσα από τα συντρίμμια λοιπόν που η τελευταία και θεμελιώδης επιλογή της δεξιάς αντίληψης στη χώρα δημιούργησε, αυτή της μνημονιακής περιπέτειας, με διαλυμένο τον κοινωνικό ιστό και τον μικρομεσαίο κόσμο στον κατάλογο αγνοουμένων της οικονομικής εξαθλίωσης, ήρθε επιτέλους η στιγμή μιας ιστορικής αντιπαράθεσης, για την υιοθέτηση και την εφαρμογή μια άλλης πολιτικής, που αφορά εξίσου το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, όσο και τα διαχρονικά αιτήματα της κοινωνίας, του κόσμου της εργασίας, των περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων, τα αιτήματα δηλαδή της ίδιας της αριστεράς.
Αναμφισβήτητα, η αριστερά κατέχει και τα μεθοδολογικά εργαλεία και τις ιδεολογικές αξιώσεις για μια ουσιαστική και ριζοσπαστική στροφή στον άξονα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της στήριξης της εργασίας και της δημιουργίας, της ανάδειξης των λαϊκών προτεραιοτήτων, την επανένταξη σε μιαν άλλη κοινωνική πραγματικότητα των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν αποσυντεθεί όλα αυτά τα χρόνια κι έχουν τεθεί στο περιθώριο. Ο δρόμος σίγουρα δεν είναι και δεν θα είναι εύκολος, καθώς ο ιδεολογικός, πολιτικός και κοινωνικός της αντίπαλος, μέσα από την ιστορική του εμπειρία έχει τη γνώση, τα εργαλεία, τους συμμάχους και τα επιχειρήματα να μην επιτρέψει τη συρρίκνωση των κεκτημένων της τάξης και των συμφερόντων που υπηρετεί. Και κάπου εδώ κρύβεται και το στοίχημα της επιτυχίας του ιστορικού αριστερού εγχειρήματος σ’ ένα –ας μην κρυβόμαστε– εχθρικό περιβάλλον, ντόπιο και ευρωπαϊκό, που καραδοκεί για το κλείσιμο μιας αποτυχημένης ´´παρένθεσης´´, ανεχόμενο ακόμη και μια ακροδεξιά μεταστροφή που θα επαναφέρει την ιστορική ´´ομαλότητα´´.
Εδώ είναι και το χρέος των δυνάμεων και των ανθρώπων της αριστεράς. Η πολιτική θεωρία από μόνη της, η ιδεολογία και τα εργαλεία της πολιτικής της χειραφέτησης, από μόνα τους, δεν αρκούν, όπως δεν αρκούν και οι καλές τους προθέσεις. Με την απλή λογική , η θεωρία χωρίς την πράξη είναι γράμμα κενό και η πράξη χωρίς ανθρώπους πουκάμισο αδειανό. Κι αυτοί, άνθρωποι και συλλογικότητες, οφείλουν να είναι το περιεχόμενο της αριστερής πολιτικής, πάνω στην οποία έχουν εναποθέσει τις τελευταίες ελπίδες τους κοινωνικά στρώματα και τάξεις που προ πολλού τέθηκαν στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά και όσοι ετοιμάζονται γι’ αυτό.
Όλοι εκείνοι, όλοι εμείς, είτε ανήκαμε στην αριστερά των χαμηλών ποσοστών και των υψηλών προσδοκιών, είτε ανήκουμε στην αριστερά της εξουσίας, έχουμε άραγε αποφασίσει να συγκρουστούμε με πρακτικές και νοοτροπίες καθεστωτικών μηχανισμών, να αγωνιστούμε για την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης, για την τιμωρία όσων πλούτισαν αθέμιτα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, για την αναδιανομή του πλούτου και την κατάργηση της κοινωνικής ψαλίδας, ακόμη και αν αυτό είναι εις βάρος μας; Θα μπορέσουμε να επανατοποθετηθούμε ηθικά, υπηρετώντας μια άλλη αντίληψη κι ένα νέο σύνολο αρχών και αξιών, να εμπνεύσουμε στην επαναδιατύπωση ριζοσπαστικών οραμάτων; Κι ακόμη, πέραν του οικονομικού και νομισματικού προβλήματος που σωστά αποτελεί πολιτική προτεραιότητα, θα δούμε καθαρά και σοβαρά και τα υπόλοιπα διαρθρωτικά προβλήματα και τις αγκυλώσεις ενός συστήματος που βρίσκεται στα όρια της σήψης, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας άλλης τάξης πραγμάτων, μέσα πάντα από τα διαχρονικά αιτήματά και τους ιστορικούς αγώνες της αριστεράς, των τάσεων και των παρατάξεών της;
Κι επιτέλους εδώ στην Κεφαλονιά, πέραν της ονοματολογίας των υποψηφίων και της κατάργησης των μνημονίων (που φυσικά και θα δρομολογηθεί από τους υπεύθυνους των κεντρικών πολιτικών) πότε θα μιλήσουμε και θα πείσουμε για τα ζωντανά προβλήματα του νησιού, την ανεργία, τις κατασχέσεις, την αποκατάσταση των συνεπειών των σεισμών, την αναδιανομή του τουριστικού και παραγωγικού κεφαλαίου προς όφελος των μικρών παραγωγών και επαγγελματιών, τον έλεγχο των παράνομων επιδοτήσεων, τις επιχορηγήσεις σε μη παραγωγικούς φορείς, τα χρήματα των κληροδοτημάτων και το πώς τα διαχειρίστηκαν, τα ελλείμματα των πρώην δήμων του νησιού, τα υπερκέρδη λίγων κι εκλεκτών, τους περιβαλλοντικούς κινδύνους από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, την επέκταση των χαρακτηριστικών της νησιωτικής πολιτικής στα νησιά μας, την ένταξη της φέτας Κεφαλονιάς στα ΠΟΠ προϊόντα και την αναβάθμιση και άλλων προιόντων και υπηρεσιών, τη στροφή στην οικογενειακή παραγωγή κι επιχειρηματικότητα, τη λειτουργία σφαγείων σύγχρονων και ανοικτών ακόμη και σε μικρούς κτηνοτρόφους, την καταπολέμηση της διαφθοράς και των μεροληπτικών αντιλήψεων και πρακτικών και τόσων άλλων επίκαιρων και κρίσιμων ζητημάτων για τα οποία άνθρωποι αγωνιούν και αναμένουν την ριζική τους αντιμετώπιση από την ιστορική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, μετά από τόσα χρόνια σκόπιμης αδράνειας και επιλεκτικών αναθέσεων;
Κάπως έτσι, για να μην πούμε ακριβώς έτσι, θα κληθεί η αριστερά να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Και μπορεί για χρόνια στους δρόμους, τα χωριά και τις γειτονιές να φωνάζαμε για τα δίκαια αιτήματά μιας μαχητικής αριστεράς, υπερασπιζόμενοι την αναγκαιότητα μιας σπουδαίας ιδεολογίας, τώρα όμως ήρθε η ώρα της τελικής μάχης, ακόμη κι αν χρειαστεί να κάψουμε τα χέρια μας. Η αριστερά μπορεί. Εμείς το θέλουμε πραγματικά;
Σταύρος Αντύπας
One Comment
aris
Θα ήθελα να ξεκίναγα το νέο χρόνο με ένα πιο αισιόδοξο σχόλιο φίλε Αντύπα αλλά δε μου «βγαίνει» με τίποτα.
Θα σου απαντήσω σε όσα θέτεις και ταυτόχρονα τοποθετείσαι, πολύ απλά:
Οποιανού ο κώλος δεν «τα θέλει» δε παθαίνει τα ίδια δυο και τρείς φορές.
Ή το πανάρχαιο «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
Αυτόν τον σαρκασμό τον χρωστάω στους Έλληνες μα και στους Θιακοκεφαλλονίτες ειδικότερα.
Κουβέντιαζα κάποτε με ένα μεγαλοπροσωπάρχη μου έλεγε ένας φίλος, σαν εκπρόσωπος των εργαζομένων απαιτώντας τα αυτονόητα. Πρέσα την πρέσα λοιπόν μου λέει κάτι κατάφερα πέρα ακόμα και από τις προσδοκίες μου.
Πως αισθάνεσαι του λέει στο τέλος το αφεντικό? Είμαι ευχαριστημένος που συνεννοηθήκαμε του απαντάει αυτός, και για να είμαι ειλικρινής δε σας περίμενα τόσο ενδοτικό.
Άκουσε να δεις παλληκάρι μου του λέει το αφεντικό ό,τι υπογράψαμε πλέον υπογράψαμε, αλλά έτσι μεταξύ μας έχεις καταλάβει για ποιους μαλάκες το παλεύεις? Σε δύο χρόνια θα τα έχουν χάσει όλα αυτά.
Έ δεν πέρασαν δύο χρόνια αλλά μόλις εννέα μήνες, όλα χάθηκαν και ο φίλος αηδιασμένος από τους πάντες, αναγκάστηκε να αλλάξει δουλειά.
Αυτό είναι μια πραγματική ιστορία αν βέβαια την πιστεύετε!!
– Αυτές οι εκλογές γίνονται την κατάλληλη ώρα!
Το ρεζουμέ: Όποιος και να βγει θα κάνει τα πάντα με την άδεια της αστυνομίας συγνώμη του λαού επί το αριστερότερον, ή το δεξιότερον, σε χρονικές στιγμές που η Ανατολική Μεσόγειος θα βράζει και όποιος καταλαβαίνει, κατάλαβε…
– Τώρα φίλε για τα όσα συνέβησαν, ή συμβαίνουν στους Θιακοκεφαλλονίτες άμα περιμένεις να τα λύσουν οι προσεχείς εκλογές μάλλον κάτι δε πάει καλά με τον τρόπο που σκέφτεσαι. Προσωπική μου άποψη βέβαια, αλλά είναι σα να πλακώνει ένας αναίτια κάποιον στο ξύλο και εμείς εκατό άτομα γύρω – γύρω να περιμένουμε το «σούπερ πούμα» από την Αθήνα να τόνε σώσει!
Έ μη δουλευόμαστε και μεταξύ μας τώρα…
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα χα.