Όταν ο Μέτερνιχ έλεγε πως οι «οι λαοί είναι σαν μικρά παιδιά ή σαν γυναίκες που πιστεύουν στα φαντάσματα», στήριζε, με ακόμη ένα αξίωμα, την αναγκαιότητα της σκληρής μοναρχικής ηγεμονίας και το τσάκισμα κάθε λαϊκού, εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, με δεδομένο ότι οι λαοί είναι ανώριμες, ανήμπορες κι ανόητες μάζες.
Όταν σήμερα ο Σόιμπλε δηλώνει ότι «λυπάται τον ελληνικό λαό» και η Handelsblat – ακόμη πιο κυνικά – ότι «ο ελληνικός λαός είναι ηλίθιος» αποφεύγουν, ευθαρσώς, υπαινιγμούς κι ευφημισμούς και, με τρόπο που ταιριάζει μόνο σε πατρική μεγαθυμία κι ευρωπαϊκή ευγένεια, δηλώνουν την άποψη και τις προθέσεις τους.
Είναι, κατ’ αρχήν, εντυπωσιακό το γεγονός…
πως μέσα από το αφυδατωμένο και μυτερό κουφάρι του Σόιμπλε αναδύθηκε ένα συναίσθημα και μάλιστα αυτό της λύπης. Αυτό διαψεύδει κατηγορηματικά τους ανθρωπολογικούς ισχυρισμούς πως πρόκειται για μούμια του κόμη Δράκουλα ή μετάλλαξη του Αδόλφου Μέτερνιχ. Ο εν λόγω πολιτικός αποδεικνύεται περίτρανα πως είναι ένας ζωντανός οργανισμός με ενεργό και φορτισμένο θυμικό.
Βέβαια το συναίσθημα της λύπης δεν τροφοδοτήθηκε από τους αυτοκτονημένους, τα παιδιά που λιποθυμούν από πείνα, τους νεόφτωχους, τους νεοάστεγους, όσους γενικά ξέβρασε στα πεζοδρόμια η κρίση. Σημασία έχει ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμείς γίναμε το αντικείμενο της συναισθηματικής του αναζωογόνησης και της άγριας κανιβαλικής του συμπόνιας.
Αν τώρα αντιστρέψουμε τον τίτλο του ομώνυμου άρθρου της Handelsblat, βγάζουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι δεν θα ήμασταν ηλίθιοι, άρα θα ήμασταν έξυπνοι, αν:
α) είχαμε επιλέξει, με σταθερή αφοσίωσή, τη μνημονιακή μας ανασκολόπιση και
β) ναι μεν ψηφίζαμε αντιμνημονιακά (αφού το άρθρο δεν γράφτηκε αμέσως μετά τα εκλογικά αποτελέσματα) αλλά, μετεκλογικά, φρόνιμα και πειθήνια, ξαναγυρνούσαμε στη θαλπωρή των μνημονίων. Αυτός θα ήταν ο ορισμός του αντιηλίθιου, τον οποίο, προσωπικά, αδυνατώ να παρακολουθήσω και απλά συνάγω, από τα συμφραζόμενα, πως μπορεί και οι δούλοι να ψηφίζουν, φτάνει να αποδέχονται το γεγονός ότι είναι και παραμένουν δούλοι.
Γενικό συμπέρασμα, η μεγάλη ευρωπαϊκή μας οικογένεια είναι συναισθηματικά στο πλευρό μας, και μάλιστα με την ιδιαίτερη ευαισθησία που η γονική μέριμνα επιφυλάσσει στα πιο αδύναμα – εν προκειμένω – ηλίθια παιδιά της.
Αυτή η άρρωστη, αιμομικτική οικογένεια, που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να την ονομάζει «Ευρώπη των λαών ή μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», φέρνει στο μυαλό τη ρήση της αλήστου μνήμης κυράτσας του νεοφιλελευθερισμού, Θάτσερ, «Δεν υπάρχουν κοινωνίες. Υπάρχουν μόνο οικογένειες και επιχειρήσεις».
Σ’ αυτή, λοιπόν, την άρρωστη, αιμομικτική οικογένεια του Κυνόδοντα πρέπει να αποδεχτούμε το ρόλο της κόρης που την πηδάει ο διεστραμμένος μπαμπάς, να πληρώνουμε μέχρι ενδέκατης γενεάς τα χρέη που έχουμε ήδη αποπληρώσει, να φορτωνόμαστε νέα για τη σωτηρία των τραπεζών, να αρνηθούμε τα 2 ευρώ τη μέρα, που σημαίνει η 13η σύνταξη στο χαμηλοσυνταξιούχο, το ρεύμα στα 300 χιλιάδες σκοτεινά σπίτια και το συσσίτιο στα παιδιά που λιποθυμούν. Δεν επιτρέπεται να ικανοποιηθούν ούτε καν αυτές οι χαμηλές προσδοκίες του εκλογικού σώματος. Το μικρό παιδί του Μέτερνιχ πρέπει να πάψει να πιστεύει στα φαντάσματα..
Πρέπει, όπως και στην αγία οικογένεια του Κυνόδοντα, όταν λέμε «θάλασσα» να εννοούμε τη δερμάτινη πολυθρόνα στην οποία στρογγυλοκάθεται ο θεσμικός επενδυτής των παραλιών.
Όπως και στον Κυνόδοντα, να αποδεχτούμε ότι αντί για παιδιά θα γεννάμε ψωραλέους αδέσποτους σκύλους που θα ζητιανεύουν το ξεροκόμματο και θα γρυλίζουν παραπονεμένα στην κλωτσιά.
Μπορούμε, κλεισμένοι μέσα στη μεγάλη, περιφραγμένη, μισαλλόδοξη ευρωπαϊκή μας οικογένεια, να παρακολουθούμε το βιασμό μας, να τον ευχαριστιόμαστε κιόλας για να μη δίνουμε λαβές να μας λένε ηλίθιους.
Να ευγνωμονούμε για τις αγροτικές επιδοτήσεις διάλυσης της αγροτικής οικονομίας και το μαζικό ξεκλήρισμα της φτωχής αγροτιάς.
Να γέρνουμε για να ταιριάζουμε με τα μπαταρισμένα υποβρύχια.
Να αποποιούμαστε τις γερμανικές αποζημιώσεις και μαζί σύμπασα την άγρια ναζιστική θηριωδία, τους νεκρούς μας και την ιστορία.
Να ακούμε το Γιούνκερ, Νο 1 στα σκάνδαλα φοροαποφυγής μέσα από τις πολυεθνικές του Λουξεμβούργου, να μας κάνει μαθήματα καλής φορολογικής συμπεριφοράς.
Να υποφέρουμε το Σόιμπλε, του διαπιστωμένου κομματικού χρηματισμού επί Κολ και θωπευτή της φωτοδότρας Ζήμενς να μας κουνάει το δάχτυλο για τη διαπλοκή.
Να ακούμε και τον εξάδελφο Ραχόι, του υποσυνόλου των «γουρουνιών του Νότου», να μας επιτιμά γιατί δεν ικανοποιούμε τις δεσμεύσεις μας.
Να αυτοενοχοποιούμαστε γιατί φεσώσαμε, λέει, το Γερμανό φορολογούμενο όταν η κρίση μας αποδείχτηκε η πιο προσοδοφόρα μπίζνα του αρχιτοκογλύφου της μεγάλης ευρωπαϊκής μας φαμίλιας.
Και, όταν τα παίρνουμε στο κρανίο, όπως στην αγία, αιμομικτική οικογένεια του Κυνόδοντα, να ουρλιάζουμε ή και να γαυγίζουμε αλλά ποτέ να μη διανοούμαστε να φύγουμε.
Γιατί, όπως λέει ο μπαμπάς Κυνόδοντας, έξω καραδοκεί η «γάτα». Ή όπως έλεγε ο άλλος αλήστου μνήμης εγχώριος πρόδρομος του νεοφιλελευθερισμού και μέντορας του Σαμαρικού κουτσαβακισμού, Αβέρωφ, «Εξω απ’ το μαντρί, το τρώει ο λύκος το πρόβατο».
Μένουμε λοιπόν γιατί δεν είμαστε ηλίθιοι. Προτιμάμε να μας φάει ο τσοπάνης ή να μας κρεμάσει τεμαχισμένους στο τσιγκέλι, «με το ματάκι παιχνιδιάρικο πάνω στον πάγκο του χασάπη».
Και πραγματικά νοιώθω ως η ηλίθια της Handelsblat όταν αδυνατώ να συλλάβω τη βουκολική εικόνα ενός πρόβατου που διαπραγματεύται «καλύτερες συνθήκες σφαγής» εν μέσω αλυχτούντων λύκων.
Από alfavita