Βαγγέλης Αγγελής
Η ιστορία γνωστή και χιλιοειπωμένη, σχεδόν βαρετή πια. Η Γερμανία επιβάλει μια καταστροφική πολιτική,… έχει καταδικάσει χώρες σε οικονομική ασφυξία… ωθεί την Ευρώπη σε αδιέξοδο μπλα μπλα μπλα… Όλα αυτά αμφισβητούνται όλο και λιγότερο σήμερα, και έτσι μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει να δούμε ένα παρεμφερές ζήτημα: πως, πότε και με τι όρους μπορεί να σταματήσει αυτή η πολιτική.
Σχεδόν σε κάθε χώρα που έχει πληγεί πιο σοβαρά από την λιτότητα, έχουν αναπτυχθεί δυνάμεις που την αμφισβητούν ή την αμφισβήτησαν. Φωνές αντίρρησης ακούστηκαν από ριζοσπαστικά κόμματα, αλλά ενίοτε και από εκπροσώπους της μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Ολάντ ή ο Ρέντσι. Ο πρώτος προεκλογικά είχε ασκήσει κριτική στο Σύμφωνο Σταθερότητας λέγοντας ότι επιβάλει μονοδιάστατη λιτότητα και πως ο ίδιος θα αλλάξει την κατάσταση όταν εκλεγεί, ενώ την ίδια περίοδο είχε χαρακτηρίσει τα τότε μέτρα εναντίον της Ελλάδας ως «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση αυτή συνιστά «αποτυχία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης».
Και ο Ρέντσι είχε θέσει ως στόχο της ιταλικής προεδρίας στην ΕΕ, που ξεκινούσε τον Ιούλιο του 2014, την μεγαλύτερη ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες. Στις αυστηρές νουθεσίες από τον πρόεδρο της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Γενς Βάιντμαν, ο Ρέντσι αντέτεινε ότι δεν είναι στις αρμοδιότητες της Bundesbank να συμμετέχει στα ιταλικά πολιτικά πράγματα, και συμπλήρωσε ότι «η Ευρώπη ανήκει στους Ευρωπαίους πολίτες και όχι στους τραπεζίτες, είτε αυτοί είναι Ιταλοί είτε Γερμανοί», ενώ σε ανάλογη πίεση από τον Γερμανό επικεφαλής του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ απάντησε: «να του υπενθυμίσω ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ιταλικής προεδρίας το 2003, υπήρξε μια χώρα στην οποία όχι μόνον επετράπη να χρησιμοποιήσει την ευελιξία αλλά και να παραβιάσει τα όρια που είχαν τεθεί, και αυτή είναι σήμερα μια χώρα που αναπτύσσεται».
Όλα αυτά όμως έμειναν σε επίπεδο ρητορείας. Το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Μετά τον Μπλερ και την επίδραση που άσκησαν οι θεωρίες του περί Τρίτου Δρόμου, οι σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν μια βασική τους αρχή: το πρόταγμα των πολιτικών τους αρχών και του συλλογικού καλού απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς. Έτσι, τώρα έχουν μείνει χωρίς όπλα. Δεν ξέρουν πια να μιλάνε με πολιτικούς όρους, και όταν τα ζητήματα ξεφεύγουν από την λογιστική τους διάσταση, δεν υπάρχει η εφεδρεία του πολιτικού χειρισμού που θα πήγαινε τα πράγματα πιο πέρα. Το “περίστροφο πάνω στο τραπέζι”, που έλεγε και ο Γ. Παπανδρέου σε μιαν άλλη περίπτωση, είναι σκουριασμένο και το έχει ο Σόιμπλε πάνω από το τζάκι του, μαζί με άλλα τρόπαια από τα σαφάρι του της τελευταίας εικοσαετίας. Η ειρωνεία είναι ότι ο Άντονι Γκίντενς, πρωτεργάτης και θεωρητικός του Τρίτου Δρόμου, σε πρόσφατη συνέντευξή του στα Νέα φάνηκε μάλλον απογοητευμένος από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, λέγοντας ότι προτιμάει σήμερα τη ζωή του ακαδημαϊκού από την ανάμειξη στην πολιτική, πιστεύοντας ότι «σήμερα η Γερμανία ή η τρόικα ή οι θεσμοί, όπως τους αποκαλούμε τώρα, στέκονται εμπόδιο για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου, ολοκλήρωση που θα σήμαινε ένα δημοκρατικό, πανευρωπαϊκό σύστημα νομισματικής διαχείρισης».
Υπάρχουν βέβαια κόμματα που δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία και αντιδρούν δυναμικά στην συγκεκριμένη πολιτική. Το ιρλανδικό Sinn Fein ας πούμε, εναντιώνεται έντονα στις πολιτικές της λιτότητας, αλλά: (α) δεν έχει τα ποσοστά που θα του επιτρέψουν να κυβερνήσει, αν και οι δημοσκοπήσεις το έχουν ανεβάσει κοντά στην πρώτη θέση (γύρω στο 25%, πολύ πιο πάνω από το 9,9% των εθνικών εκλογών του 2011) (β) προέρχεται από μια μικρή χώρα.
Το τελευταίο σημείο είναι σημαντικό, είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι συσχετισμοί δεν είναι ίδιοι, όταν μιλάμε για την Ιρλανδία σε σχέση πχ με τη Γερμανία ή την Ιταλία. Δεν είναι όμως μόνο το γενικό μέγεθος μιας χώρας, αλλά και εκείνο της οικονομίας της. Η «διαχειρίσιμη» επίπτωση που ίσως έχει η έξοδος μιας μικρής χώρας από το ευρώ και η μικρότερη πιθανότητα «μόλυνσης» των υπόλοιπων οικονομιών, έχει συχνά χρησιμοποιηθεί ως εκβιαστικό επιχείρημα, από την πλευρά όσων πιέζουν, για την συνέχιση των εξοντωτικών οικονομικών πολιτικών. Ταυτόχρονα, η πλευρά όσων πιέζονται, γνωρίζει πως μια μικρή και ανίσχυρη οικονομία θα έχει περισσότερες επιπτώσεις σε περίπτωση εγκατάλειψης του ενιαίου νομίσματος. Η Ελλάδα για παράδειγμα, δεν έχει ισχυρές εξαγωγικές βάσεις και αυτό μάλλον θα της κόστιζε πολύ σε περίπτωση εξόδου. Γι’ αυτό και οι μικρές χώρες με αδύναμες οικονομίες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν εύκολα το αντεκβιαστικό επιχείρημα, λέγοντας με πειστικό τρόπο «δε χρειάζεται να με διώξετε, φεύγω και από μόνος μου». Αυτό θα ήταν κάτι που πραγματικά θα χάλαγε το παιχνίδι της γερμανικής κυβέρνησης.
Θα είχε όμως και απρόβλεπτες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αν τις παραβλέπαμε για μια στιγμή, υποθέτοντας ότι έχουμε υιοθετήσει έναν μοναδικό και πιθανώς μονοδιάστατο στόχο (την άμεση παύση της ηγεμονικής γερμανικής πολιτικής για τη λιτότητα), τότε θα αναζητούσαμε έναν πολιτικό σχηματισμό που δεν θα συγκεντρώνει κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά που έως τώρα έχουν δοκιμαστεί, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα. Ένα σχηματισμό δηλαδή που δεν προέρχεται από τον λεγόμενο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, έχει ισχυρή λαϊκή βάση, δεν προέρχεται από μικρή (οικονομικά και πολιτικά) χώρα και έχει εισαγάγει σαφώς στο πρόγραμμά του την έξοδο από το ευρώ.
Μόνο δύο είναι αυτά τα κόμματα σήμερα. Οι Podemos είναι το ένα (στο πρόγραμμα που δημοσίευσαν το 2014 αναφέρονται σε εγκατάλειψη της νομισματικής ένωσης). Δύσκολα θα κυβερνήσουν όμως αυτοδύναμα, λόγω του ισπανικού εκλογικού νόμου. Επίσης, παρά την πρόσφατη αύξηση των εξαγωγών της Ισπανίας το 2014, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας διπλασιάστηκε και το τραπεζικό της σύστημα παραμένει αδύναμο. Στοιχεία όπως αυτά συνηγορούν στο ότι η απόφαση για ένα Spexit θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ισπανική οικονομία και μια ισπανική κωλοτούμπα από τους Podemos είναι κάτι που πολλοί δεν αποκλείουν στο μέλλον.
Καλά το μαντέψατε όμως. Δυστυχώς, η μόνη περίπτωση που τείνει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, είναι το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, η οποία δήλωσε πάλι πρόσφατα πως η καλύτερη λύση για τη Γαλλία είναι η έξοδος από το ευρώ. Λέμε «τείνει», γιατί ενώ όλες οι δημοσκοπήσεις την φέρνουν στην πρώτη θέση, δύσκολα μπορεί κάποιος να προβλέψει τι θα γίνει στον καθοριστικό δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών που θα γίνουν το μακρινό 2017. Επίσης, λέμε «δυστυχώς», γιατί έχουμε να κάνουμε με μια δεδηλωμένη αντι-ευρωπαΐστρια, με μια πολιτικό που έχει ταχθεί υπέρ της χρήσης βασανιστηρίων κατά περίπτωση, υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής κτλ κτλ.
Και εδώ, πρέπει όλοι να πάρουμε τις ευθύνες μας. Όσοι στέκονται εχθρικά απέναντι στη γερμανική πολιτική της λιτότητας πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα: είναι υπέρ της αντιμετώπισής της, με οποιοδήποτε τίμημα; (να το κάνουμε «Κούγκι», όπως είπε ο Καμμένος;).
Κυρίως όμως πρέπει να πάρουν τις ευθύνες τους όσοι βλέπουν φιλικά ή και με μια δόση χαλαρής αντίθεσης το γερμανικό εγχείρημα. Είναι οι άνθρωποι που συνεχίζουν με μια δόση σνομπίστικου λαϊκισμού και αυτομαστιγώματος να μιλάνε μόνο για τα «δικά μας λάθη» (τα οποία ασφαλώς και κάναμε), αλλά δε θέλουν να βλέπουν τα λάθη των άλλων, που είναι επίσης τόσα πολλά ώστε να μας κάνουν να ξεχάσουμε τα δικά μας (και αυτό είναι άλλη μία μικρή συμβολή τους στην μεγάλη μας κατάντια). Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ακόμα μετράνε τα πράγματα με λογιστική ευλάβεια, αδυνατώντας να προτάξουν μια πολιτική λύση απέναντι σε μια επερχόμενη ευρωπαϊκή καταστροφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μιλήσει για αυτήν την διάσταση, κάνει ότι μπορεί σε αυτό το πλαίσιο και είναι αξιέπαινος γι’ αυτό, πρέπει να συνεχίσει τη μάχη του, αλλά δεν τηρεί τις προϋποθέσεις μας. Η λύση θα δοθεί στο μέλλον και θα είναι πολιτική, όχι όμως μάλλον από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν συμβεί αυτό, πολλοί θα εύχονταν να είχε δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Διυλίζοντας την συμφωνία, καταπίνοντας το πραξικόπημα. Του…