Συμφέρον της Ευρώπης και της Γερμανίας είναι να αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να βγει νικητής στην διαπραγμάτευση για το χρέος, διαμηνύει ο Marcel Fratzscher, επικεφαλής ενός από τα μεγαλύτερα γερμανικά think tanks, του DiW.
Με άρθρο του στους Financial Times , o Marcel Fratzscher καλεί το Βερολίνο να στηρίξει τον ΑλέξηΤσίπρα και τονίζει η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες να πετύχει πραγματικές μεταρρυθμίσεις απ’ ότι η παλαιά πολιτική ελίτ της χώρας.
Ολόκληρο το άρθρο του είναι το εξής:
Οι Ευρωπαίοι αντέδρασαν με ανακούφιση σ’ αυτό που ευρέως θεωρήθηκε ως παράδοση της ελληνικής κυβέρνησης, με την συμφωνία για την παράταση του προγράμματος διάσωσης. Η επιστροφή της κρίσης της ευρωζώνης φαίνεται πως αποφεύχθηκε ή τουλάχιστον, μετατέθηκε. Όμως η Ευρώπη θα επαναλάβει ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έκανε την τελευταία πενταετία εάν πιέσει την Ελλάδα να δηλώσει συνθηκολόγηση στις διαπραγματεύσεις.
Τα πρώτα δύο προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας απέτυχαν επειδή η πατρότητα των μεταρρυθμίσεων δεν ανήκε στις προηγούμενες κυβερνήσεις της Αθήνας ή στον ελληνικό λαό. Ως εκ τούτου οι κυβερνήσεις έκαναν απλώς το ελάχιστο αναγκαίο για να διασφαλίζουν την επόμενη δόση χρηματοδότησης.
Την ίδια στιγμή εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία για να επιτεθούν στην επιβλέπουσα «τρόικα» – την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ – και να κατηγορήσουν την Ευρώπη και το ευρώ για το δικό τους χάλι.
Η μόνη ελπίδα που έχει η Ελλάδα για να βγει από την κρίση είναι να αναλάβει η ίδια την ευθύνη για τις μεταρρυθμίσεις της. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον εάν η κυβέρνηση είναι ισχυρή στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να είναι επιτυχείς μόνον εάν και οι δύο πλευρές έχουν τη νομιμοποίηση να δηλώσουν νικήτριες. Η Γερμανία τα γνωρίζει όλα αυτά καλά.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν πρωτοφανή λαϊκή στήριξη. Η ευρωζώνη πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να βοηθήσει την κυβέρνηση να μετατρέψει τη δημοφιλία της σε ένα δημιουργικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, γεγονός που προϋποθέτει ότι θα δοθεί στους Έλληνες η δυνατότητα να υλοποιήσουν τουλάχιστον κάποιες από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.
Η Ευρώπη πρέπει να διδαχθεί από τα λάθη της σ’ αυτές τις νέες διαπραγματεύσεις. Αυτές οι διαπραγματεύσεις πρέπει να εστιάσουν όχι στο ποιες μεταρρυθμίσεις είναι οι καλύτερες αλλά στο ποιες μπορούν ρεαλιστικά να εφαρμοστούν.
Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να οδηγήσουν σε ένα τρίτο πρόγραμμα που θα αντιμετωπίζει τρεις προκλήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι έχει ένα αποτυχημένο κράτος. Τα δύο πρώτα προγράμματα απέτυχαν να βελτιώσουν τις δομές και τους θεσμούς. Η κυβέρνηση έχει τώρα να φέρει εις πέρας την πιο δύσκολη μεταρρύθμιση: Να ανασχέσει τις παρεμβάσεις κατεστημένων συμφερόντων που δεν επιτρέπουν στις αγορές και τους θεσμούς να λειτουργήσουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέο πολιτικο σχήμα, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχει σε σχέση με τις παλαιές πολιτικές ελίτ.
Η ΕΕ θα πρέπει να τους πιέσει περισσότερο, για παράδειγμα, να χτυπήσουν επιτέλους τη φοροδιαφυγή των πλουσίων και να σπάσουν τα μονοπώλια.
Η δεύτερη πρόκληση είναι να κλείσει το χρηματοδοτικό κενό της κυβέρνησης. Το κενό αυτό αυξάνεται όσο συρρικνώνονται η οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα – και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο εάν ενισχυθούν οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης. Η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον 30 με 40 δις ευρώ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και άσχετα με τη μείωση των δαπανών, η Αθήνα θα χρειαστεί επιπλέον χρήματα από τους ευρωπαίους εταίρους της.
Η Τρίτη πρόκληση είναι να γίνει το υπέρμετρα υψηλό χρέος βιώσιμο. Η καλύτερη εναλλακτική είναι όχι ένα άμεσο κούρεμα του χρέους αλλά η σύνδεση της αποπληρωμής των τόκων με την ανάπτυξη. Εάν η ανάπτυξη είναι χαμηλή, η κυβέρνηση θα πληρώνει χαμηλότερους φόρους. Εάν ενισχύεται , θα πληρώνει περισσότερα. Αυτό δεν θα βελτιώσει μόνον τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά και τις πιθανότητες που έχουν οι πιστωτές να πάρουν πίσω τα χρήματά τους.
Η θέση ορισμένων Γερμανών πολιτικών και οικονομολόγων υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν έχει λογική. Αυτή θα ήταν η χειρότερη εκδοχή για όλες τις πλευρές. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ότι τα προϊόντα της είναι πολύ ακριβά στις παγκόσμιες αγορές – είναι ότι έχει έλλειμμα αποτελεσματικών δομών και παγκόσμια ανταγωνιστικών προϊόντων.
Το «grexit» δεν θα διόρθωνε αυτά τα προβλήματα. Αντιθέτως, θα προκαλούσε βαθιά ύφεση, καθιστώντας την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ακόμη πιο δύσκολη. Και η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να διαγράψει μεγάλο μέρος των οικονομικών οφειλών της.
Ως εκ τούτων, ας επιχειρήσουμε μια νέα αρχή για την Ελλάδα κι ας δώσουμε στην κυβέρνησή της μια πραγματική ευκαιρία να πετύχει. Η χώρα μπορεί να βγει από την κρίση μόνον εάν αναλάβει η ίδια την ευθύνη των μεταρρυθμίσεών της κι εάν η κυβέρνηση κερδίσει κάτι για τις προσπάθειές της και εφαρμόσει κάποιες από τις προεκλογικές της υποσχέσεις.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Έκπληξη στα διεθνή μέσα από το γερμανικό «όχι»