.. της πλούσιας γερμανικής δημοκρατίας…
Στην τελευταία έκθεση περί φτώχειας διαπιστώθηκε ότι το 15,5% του γερμανικού πληθυσμού – 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι- ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό επιεικώς απαράδεκτο για…
την τέταρτη πλουσιότερη χώρα του πλανήτη
“Μην μας λέτε υπερβολές για τη φτώχεια στην Ελλάδα, μην μας λέτε ότι έχουν αυξηθεί οι αυτοκτονίες, εδώ στη Γερμανία είναι τριπλάσιες” έλεγε στις 27 Φεβρουαρίου από το βήμα της γερμανικής Βουλής ο Κλάους Πέτερ Βίλις, ένας από τους Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές που ψήφισαν κατά της παράτασης του ελληνικού προγράμματος. Τις επόμενες μέρες τον έκαναν… φίρμα οι εκπομπές πολιτικής σάτιρας σχολιάζοντας τα λόγια του με το: “Είδατε, εμείς οι Γερμανοί ακόμη και στις αυτοκτονίες τα πάμε καλύτερα από τους Έλληνες”!
Αυτή η πικρή ειρωνεία περισσεύει τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό καμπαρέ, που έχει μακρυά παράδοση στη Γερμανία -και είναι σήμερα ίσως το μοναδικό πραγματικά ισχυρό βήμα για την ανάδειξη των κοινωνικών προβλημάτων, σε μια χώρα που ζει μια από τις καλύτερες οικονομικές περιόδους στην ιστορία της. Μόνο μέσα από τη σάτιρα… ψυχανεμίζεται το -μεγάλο- κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, που δεν βιώνει αυτά τα προβλήματα, ότι στη χώρα τους, με το σημερινό ρεκόρ απασχόλησης και με τα ξέχειλα ασφαλιστικά και δημόσια ταμεία, παράλληλα αυξάνονται η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η απαξίωση της δημοκρατίας.
Αυτό που δεν ξεστόμισε από το βήμα της Βουλής ο Βίλις -κυρίως διότι θα ήταν παραδοχή της αποτυχίας του γερμανικού success story για έναν ‘χριστιανό’ πολιτικό- ήταν ότι τα περί ελληνικής φτώχειας του φαίνονται υπερβολικά, διότι κάτι πολύ ανάλογο συμβαίνει και στη Γερμανία.
Στην τελευταία έκθεση περί φτώχειας διαπιστώθηκε ότι το 15,5% του γερμανικού πληθυσμού – 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι- ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό επιεικώς απαράδεκτο για την τέταρτη πλουσιότερη χώρα του πλανήτη, με ένα από τα μικρότερα ποσοστά ανεργίας, που υποτίθεται ότι ορκίζεται στο όνομα της “κοινωνικής οικονομίας της αγοράς”. Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι μόνο στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Πορτογαλία ζουν αναλογικά περισσότεροι φτωχοί απ’ ό,τι στη Γερμανία.
Τα τρικ της στατιστικής
Βέβαια, η φτώχεια είναι και στατιστικό μέγεθος – φτωχός θεωρείται όποιος ζει με λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος-, οπότε διαφέρει πάρα πολύ από χώρα σε χώρα. Φτωχή εθεωρείτο στη Γερμανία του 2013 μια τετραμελής οικογένεια που ζει με λιγότερα από 1.873 ευρώ τον μήνα. Ένα χρόνο νωρίτερα, όταν το μέσο εισόδημα ήταν ελαφρά χαμηλότερο, η ίδια οικογένεια δεν εθεωρείτο φτωχή. Οπότε αυτό που πραγματικά αναδεικνύει κάθε φορά η έκθεση για τη φτώχεια είναι πώς εξελίσσονται οι οικονομικές ανισότητες. Κι αυτές εξελίσσονται δραματικά, με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας όχι απλώς να μην κερδίζει, αλλά να χάνει από την οικονομική ανάπτυξη.
Το πλουσιότερο 10% έχει επταπλάσιο εισόδημα από το φτωχότερο 10%!
Σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου του Γκίσεν, ειδικό ερευνητή για θέματα φτώχειας, Ερνστ Ούλριχ Χούστερ, «τα τελευταία χρόνια μόνο το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού είδε να αυξάνονται σημαντικά τα εισοδήματά του, ενώ το φτωχότερο 20% μέτρησε τις περισσότερες απώλειες». Αλλά και οι αναλυτές του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη διαπιστώνουν το ίδιο για τη Γερμανία, αν και σε μια διάρκεια 30 χρόνων.
Το 2013 το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού είχε το επταπλάσιο εισόδημα από το φτωχότερο 10%. Το 1983 είχε το πενταπλάσιο, λέει ο ΟΟΣΑ. Και θεωρεί ότι αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, καθώς οι πλούσιοι κατά κανόνα αποταμιεύουν αντί να ξοδεύουν -άραγε πόσα αυτοκίνητα και i-phone μπορεί να αγοράσει κάποιος; Αντίθετα οι φτωχοί έχουν όλο και μικρότερο εισόδημα, άρα όλο και χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εάν υπήρχε μια στοιχειωδώς δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, η γερμανική οικονομία θα αναπτυσσόταν με ρυθμό ένα επιπλέον 6%.
Ανάπτυξη χάρη στη φτώχεια;
Κάποιοι Γερμανοί ερευνητές προχωρούν ένα βήμα παραπέρα από τη σχετικά… ουδέτερη ανάλυση του ΟΟΣΑ για την οικονομική ανισότητα και επιμένουν ότι το αναπτυξιακό και κυρίως το εργασιακό θαύμα της Γερμανίας οφείλεται ακριβώς στη διεύρυνση της φτώχειας. Η καθηγήτρια Εργατικού Δικαίου του πανεπιστημίου του Ντούισμπουργκ Χέλγκα Σπίντλερ, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «η εξέλιξη της φτώχειας δεν έχει αυτόματα να κάνει με την οικονομική ανάπτυξη, αλλά με το αν τα αυξανόμενα κέρδη φτάνουν στους εργαζόμενους». Και η στατιστική λέει ότι δεν φτάνουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής κυβέρνησης, στη δεκαετία του 1990 το 17% των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι, ενώ σήμερα είναι το 23%. Ειδικά στους κλάδους του εμπορίου και των ξενοδοχείων – εστιατορίων – καφέ – μπαρ ο μέσος μισθός είναι εξαιρετικά χαμηλός. Και υπάρχουν σχεδόν τρία εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι είναι «φτωχοί παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως εργαζόμενοι». Το 2008, όταν η ανεργία ήταν πολύ υψηλότερη και η Γερμανία βυθιζόταν στην ύφεση, οι φτωχοί με πλήρη απασχόληση ήταν κατά 25% λιγότεροι, σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας.
Το εργαλείο του κατώτατου μεροκάματου
Η απάντηση που προσπαθεί να δώσει σ’ αυτή την -κοινώς αποδεκτή ως- στρεβλή εξέλιξη η γερμανική κυβέρνηση, υπό την πίεση των σοσιαλδημοκρατών εταίρων της, είναι η θέσπιση του κατώτατου ωρομισθίου (8,5 ευρώ). Ο σχετικός νόμος τέθηκε σε ισχύ από την αρχή της χρονιάς και έκτοτε μια σειρά εργοδότες στους χαμηλά αμειβόμενους κλάδους κάνουν ό,τι μπορούν για να τον παρακάμψουν, νομότυπα και όχι, με την αντίστοιχη επιθεώρηση εργασίας -που δεν φημίζεται για την επαρκή στελέχωσή της- να τρέχει και να μην προλαβαίνει.
Ωστόσο, το πρόβλημα στη σύγχρονη γερμανική αγορά εργασίας δεν είναι μόνο η τεράστια διαφορά στις αμοιβές. Είναι η συνεχώς διευρυνόμενη «δεύτερη» αγορά εργασίας, με τις λεγόμενες «μίνι – δουλειές», τους κακοπληρωμένους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους, τους δήθεν αυτοαπασχολούμενους, τα συμβόλαια περιορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Σπίντλερ, το 50% όσων προσλαμβάνονται σήμερα υπογράφουν συμβόλαιο περιορισμένου χρόνου. Ακριβώς αυτοί οι εργαζόμενοι είναι που απειλούνται περισσότερο από τη φτώχεια.
Οι γυναίκες και η μερική απασχόληση
Μια άλλη, αρνητική, ιδιαιτερότητα της γερμανικής αγοράς εργασίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές είναι η ευάλωτη θέση των γυναικών σ’ αυτή, που έχει να κάνει τόσο με τον υφέρποντα συντηρητισμό της γερμανικής κοινωνίας – μια μάνα που δουλεύει οκτάωρο θεωρείται περίπου άκαρδη καριερίστρια, ενώ και οι ώρες λειτουργίας των παιδικών σταθμών δεν είναι επαρκείς- όσο και με τον σκληρό ανταγωνισμό για τις θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Υπολογίζεται, λοιπόν, ότι σχεδόν των 45% των γυναικών εργάζεται με μερική απασχόληση -20 ή και λιγότερες ώρες την εβδομάδα- και αμείβεται ανάλογα. Και για τις γυναίκες που το επιλέγουν, πάει καλά. Για όλες τις υπόλοιπες, που αναγκάζονται να δουλέψουν μισή μέρα για ένα διάστημα, π.χ. όσο τα παιδιά τους είναι μωρά, είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψουν στην πλήρη απασχόληση. Γι’ αυτό και οι πιο επιρρεπείς στη φτώχεια είναι οι γυναίκες -και ειδικά οι γυναίκες επικεφαλής μονογονεϊκών οικογενειών, που υπολογίζονται σε πάνω από 1,5 εκατομμύριο. Εάν μάλιστα δεν είναι και καλά καταρτισμένες, είναι αιωνίως καταδικασμένες στη φτώχεια.
Οι φτωχοί και η έλλειψη πολιτικής εκπροσώπησης
Η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων στην ευημερούσα Γερμανία, η οποία κυβερνάται από έναν πραγματικά μεγάλο συνασπισμό -η αντιπολίτευση δεν διαθέτει ούτε το 20% των εδρών του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου- και η οποία έχει βαθιά ριζωμένη την κουλτούρα της συναίνεσης, συνοδεύεται από μια ιδιόρρυθμη χειροτέρευση της ποιότητας και της αξιοπιστίας της δημοκρατίας.
Μια μεγάλη έρευνα που έκαναν από κοινού το ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, το ίδρυμα Bertelsmann και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων για τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013 δείχνει ότι μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δεν εκπροσωπείται πολιτικά. Όχι επειδή ψηφίζει κόμματα που δεν πιάνουν το όριο του 5% -άρα δεν μπαίνουν στη Βουλή- αλλά επειδή δεν πάει καν να ψηφίσει. Κατά κανόνα αυτοί που δεν πάνε να ψηφίσουν είναι οι φτωχότεροι.
Η έρευνα, που έγινε στις διαφορετικές γειτονιές 28 μεγάλων πόλεων, δείχνει ότι τηρουμένων των αναλογιών ανάμεσα στην π.χ. Κηφισιά του Μονάχου και στο Περιστέρι του Μονάχου η διαφορά στο ποσοστό εκλογικής συμμετοχής φτάνει το 29,5%. Δηλαδή, εάν στις πλουσιότερες γειτονιές πηγαίνει στις κάλπες το 75% των πολιτών, στις φτωχότερες πηγαίνει το 45% με 50%.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ψαλίδα είναι ακόμη πιο μεγάλη. Για παράδειγμα στην Κολωνία, στη γειτονιά με τις βίλες του Χάνενβαλντ, η εκλογική συμμετοχή ήταν υπερδιπλάσια απ’ ό,τι στο Κόρβαϊλερ με τις εργατικές κατοικίες, όπου ζουν δυο φορές περισσότεροι άνθρωποι χωρίς απολυτήριο Λυκείου και η ανεργία είναι τέσσερις ή πέντε φορές μεγαλύτερη. Εννοείται ότι μιλάμε για Γερμανούς πολίτες, όχι για μετανάστες χωρίς γερμανικό διαβατήριο -που αποτελούν την πλειονότητα των μεταναστών.
Οι ερευνητές δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να μετρήσουν ποιοι ψήφισαν τι, αλλά απλώς ποιοι πήγαν να ψηφίσουν.
Κοινωνικός διχασμός και δυσπιστία
Οι ερευνητές μιλούν για «κοινωνικό διχασμό» της δημοκρατίας, για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που νιώθει ότι δεν εκπροσωπείται πολιτικά από κανέναν, που πιστεύει ότι δεν έχει νόημα να ψηφίσει, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν πρόκειται να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του. Και ερμηνεύουν με αυτή την αίσθηση… ματαιότητας, με αυτή τη βαθιά δυσπιστία των φτωχότερων και των κοινωνικά αποκλεισμένων έναντι της γερμανικής δημοκρατίας, τα νέα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα που ανησυχούν -ίσως και να τρομάζουν- όλα τα πολιτικά κόμματα στη Γερμανία, από τη συντηρητική Χριστιανοκοινωνική Ένωση της Βαυαρίας μέχρι την Αριστερά.
Για παράδειγμα η συμμετοχή «κανονικών» ανθρώπων – όχι νεοναζί, όχι χούλιγκαν, όχι ορκισμένων ρατσιστών- στις διαδηλώσεις «ενάντια στην ισλαμοποίηση της Δύσης» και δη σε εκείνες τις πόλεις, που ψάχνεις τους μουσουλμάνους με το κιάλι, ερμηνεύεται σε έναν βαθμό από την ανάγκη αυτών που νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται να δείξουν ότι υπάρχουν, ότι θέλουν να λαμβάνονται οι όποιοι φόβοι τους και ανησυχίες τους στα σοβαρά. Επίσης, ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για τους ψηφοφόρους της νεόκοπης Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), που γεννήθηκε ως κόμμα διαμαρτυρίας στο «δεν υπάρχει εναλλακτική στο ευρώ» της καγκελαρίου Μέρκελ, είναι ότι σε ένα ποσοστό 20% έως 35% -ανάλογα με το ομόσπονδο κρατίδιο- έρχονται από τις στρατιές των πρώην μη ψηφισάντων.
Κι αν μέχρι τώρα οι «καθηγητάδες» της AfD δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς που μέχρι τώρα δεν ψήφιζαν, κυρίως επειδή σε κάποιες περιοχές οι υποψήφιοί τους είναι «κυριλέ», με το άνοιγμα που κάνουν σε πιο «λαϊκά» πρόσωπα ενδέχεται στο μέλλον να τα καταφέρουν.
Η επιφανειακή εικόνα της Γερμανίας του σήμερα είναι το «τα πάμε πολύ καλά» που λέει κάθε φορά η καγκελάριος Μέρκελ, το «έχουμε σπάσει κάθε ρεκόρ απασχόλησης» που δείχνουν κάθε μήνα τα στοιχεία του γερμανικού ΟΑΕΔ. Αλλά κάτω από την επιφάνεια ο φόβος και η δυσαρέσκεια του νέου «πρεκαριάτου» βράζουν…
avgi.gr