Τι σημαίνει η λέξη «κλισέ»; Είναι μια έκφραση που κατασκευάζεται συνήθως από διανοούμενους και που οι περισσότεροι από μας τη δεχόμαστε όπως μας τη σερβίρουν, χωρίς ανάλυση, χωρίς συζήτηση, χωρίς αντιπαραβολή προς την πραγματικότητα. Στερεότυπες εκφράσεις και λέξεις εγκαθίστανται στην καθημερινή μας κουβέντα, άγνωστο πώς και καθιερώνονται ως βολικές λέξεις – κλισέ με μια ακατανόητη διαχρονική αντοχή.
Θα θυμάστε εκείνο το «βασικά» πόσο μας ταλαιπώρησε για αρκετά χρόνια καθώς εκφέρονταν με αφάνταστη ευκολία κάθε φορά που κάποιος αισθανόταν να βρίσκεται σε αμηχανία. Στα χρόνια που ακολούθησαν πλήθος βολικών λέξεων και εκφράσεων εισέβαλαν στην καθημερινή μας ζωή. Η γλώσσα μας παραμορφώθηκε από φράσεις και λέξεις «κλισέ», περισσότερο συνθηματολογικές παρά νοηματικές ή από ξένες προσμίξεις και μια ιδιότυπη ελληνοαγγλική «αργκό», μακριά από τις καθαρές αρχικές της ρίζες.
Η γλώσσα βέβαια εξελίσσεται, λένε οι ειδικοί, και σαν εύπλαστο όργανο είναι φυσικό να διαφοροποιείται και να αλλάζει, αυτό όμως που μας συμβαίνει συνιστά μάλλον γλωσσική αφασία παρά εξέλιξη της γλώσσας μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις λεκτικές υπερβολές όπως: «σίγουρα», «βασικά», «εντάξει», «έγινε», «ενδεχομένως», (πολλοί το προφέρουν «ενδεχόμενα»…), «μιλάμε» «ας πούμε», «νάστε καλά», «εκτιμώ», ή εκείνο το χυδαίο «ρε μ…» που λέγεται, από διάφορα αυτοϊκανοποιημένα άτομα ώστε κοντεύει να καταντήσει εθνικός μας χαρακτηρισμός!
Είναι άπειρα τα παραδείγματα λέξεων και εκφράσεων «κλισέ» που έχουν πάρει αφύσικα μεγάλες διαστάσεις. Πολλές απ΄αυτές τις λέξεις φυσικά και κάτι εκφράζουν, δεν είναι άσχημες, αλλά όταν χρησιμοποιούνται με τη συχνότητα και την ακρισία που τις χρησιμοποιούμε, καταντούν κενές περιεχομένου.
Τέτοιες βολικές λέξεις είναι και οι εξής: σύστημα, κύκλωμα, αλλοτρίωση, σενάριο, κόμπλεξ, πολιτιστική ταυτότητα, ερέθισμα, λειτουργικότητα, βιβλική καταστροφή, τραγωδία, λουτρό αίματος, οξύτατη αντιπαράθεση, «χαστούκι» (αναφέρεται συνήθως σε πολιτικό πρόσωπο…), κόλαση, παράδεισος. Λέξεις που χρησιμοποιούνται ακόμα και για απλά και συνήθη γεγονότα, δίνουν μια πλασματική εικόνα για λόγους εντυπωσιασμού και θεωρούνται ιδιαίτερα βολικές κυρίως από την τηλεοπτική δημοσιογραφία, η οποία παράλληλα μεταχειρίζεται και μια σειρά άλλων τυποποιημένων λέξεων και εκφράσεων που δημιουργούν σιγά – σιγά μια γλώσσα κωδικοποιημένη γεμάτη στερεότυπα και καθώς επαναλαμβάνονται συνεχώς επηρεάζουν το γλωσσικό αισθητήριο του μέσου Έλληνα.
Πόσος καιρός χρειάζεται για να μεταβληθεί μια ιδέα σε κοινοτοπία; Υπολογίστηκε πως δέκα χρόνια είναι αρκετά, αν και σε μας μετατρέπεται ευκολότερα σε μόδα και γίνεται του «συρμού». Στο διάστημα αυτό γίνεται συνήθως αγνώριστη. Άλλοτε αποκτά βαρύτητα και διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ΄ό,τι αρχικά είχε κι άλλοτε χάνει κάθε νόημα, κάθε δραστικότητα, κάθε αιχμή, γίνεται ανώδυνη, αδιάφορη, «κλισέ».
Είναι αφάνταστο πόσες ευθύνες αποφεύγονται, πόσες συνειδήσεις ησυχάζουν με ευφημισμούς όπως «τρίτη ηλικία», «τρίτο φύλο», «τρίτος κόσμος», όρος προορισμένος να δώσει στην καθυστέρηση καλύτερο πρόσωπο. Οι φτωχοί λέγονται τώρα «λιγότερο ευνοημένοι», οι πλούσιοι έγιναν τώρα «λιγότερο αδικημένοι». Όλοι αποβλέπουν σε μια «ποιότητα ζωής», όλοι μιλούν για «ίσες ευκαιρίες» και η δημιουργία μιας τάξης προνομιούχων έχει πάρει την κομψή ονομασία «ελιτισμός».
Μιλάμε συχνά για «παραμέτρους» που «αποπροσανατολίζουν». Άλλοτε πάλι η συναρμολόγηση πολλών κλισέ σε μια έκφραση γίνεται χωρίς κανένα ειρμό. Μπορεί π.χ. να πει κανείς σοβαρότατα πως, «τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, η φαλλοκρατία, και η χρήση συντηρητικών στο κρασί συνιστούν απαράδεκτες μορφές της σύγχρονης βίας». Ή πως η «αποσταθεροποίηση της οικονομίας οφείλεται στο κύκλωμα των πολυεθνικών και στη νέα πολυπολική συγκρότηση των διεθνών κέντρων αποφάσεων στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης».
Παρόμοιες φράσεις – κλισέ χρησιμοποιούν συχνά οι πολιτικοί για να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα. Ακούμε για παράδειγμα ότι: «η καθημερινή πρακτική έχει αποδείξει ότι η σταθερή άνοδος στην ποιότητα και στην ποσότητα των προσπαθειών μας μας υποχρεώνει να προσδιορίσουμε και να καθορίσουμε ένα γενικότερο σύστημα πλατιάς συμμετοχής»…
Εκείνοι που γράφουν τους λόγους των πολιτικών, οι «λογογράφοι» μπορούν να παρουσιάζουν ευρηματικούς συνδυασμούς λέξεων που να λένε τα πάντα και συγχρόνως να μη λένε τίποτε. Έτσι φορτώνουν τον κόσμο με πλήθος ιδεών και προτάσεων και στο τέλος κανείς δεν θυμάται τι ειπώθηκε, ούτε ο ομιλητής, ούτε το ακροατήριο!
Με τέτοια φραστικά σχήματα οι έννοιες κολοκυθοποιούνται, ισοπεδώνονται και σχηματίζεται ένα είδος υποκουλτούρας που ευνοεί την ημιμάθεια και τη γλωσσική αφασία υπεραπλοποιώντας ή παρερμηνεύοντας σύμβολα, προβλήματα, έννοιες, καθώς προσκολλώνται σε λέξεις – ετικέτες.
Πριν λίγα χρόνια πάλι, θα θυμάστε, είχαν ταλαιπωρήσει τ΄αυτιά μας εκείνα τα υπέρ άγαν τονισμένα άρθρα. Μια εκφορά των άρθρων ή οποία δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί δια της γραφής. Κάτι σαν: «ΤΟ ρούχο», «ΤΟ αυτοκίνητο», «Η γυναίκα», «ΤΟ τοπίο» υπονοώντας φυσικά το ωραίο, το σημαντικό και δεν συμμαζεύεται. Αλίμονο, η τηλεόραση θα μας κάνει όλους να μιλάμε με τον ίδιο τρόπο!
Αυτά τα γλωσσικά ολισθήματα, οι ισοπεδωτικές ομοιομορφίες και οι εκφραστικές υπερβολές με τη χαρακτηριστική τυποποίησή τους, που χρησιμοποιούνται μέσα στη ρύμη του λόγου, χωρίς νόημα πολλές φορές, μας οδηγούν σ΄ένα μελαγχολικό συμπέρασμα: Ότι φτώχυνε απελπιστικά ο ελληνικός λόγος, ότι η γλώσσα μας χάνει τους χυμούς της, τον εκφραστικό της πλούτο και απλοποιείται με συνθηματολογικές λέξεις.
Ο Λένιν έλεγε: «αν θέλεις να αλώσεις ένα λαό, κατέστρεψε τη γλώσσα του». Και φαίνεται ότι γνώριζε πολύ καλά τι έλεγε. Λέτε να είχε δίκιο;
eleftheria.gr