cogito ergo sum | 8 Μαρτίου 2015
Σήμερα θα γυρίσουμε σχεδόν έναν αιώνα πίσω, για να διηγηθούμε την ιστορία μιας τράπεζας. Λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάπου στα 1919, οι χιώτες αδελφοί Πασπάτη βάζουν μπρος για να φτιάξουν μια τράπεζα. Παρ’ ότι η καινούργια τράπεζα ιδρύεται στην Αθήνα, τα δυο αδέλφια δεν ξεχνούν τον τόπο τους και την ονομάζουν Τράπεζα Χίου.
Τα χρόνια είναι δύσκολα και η ανθρωπότητα δυσκολεύεται να ορθοποδήσει μετά τον πόλεμο. Όμως, η Τράπεζα Χίου προοδεύει, μεγαλώνει και ισχυροποιείται (παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929), δημιουργεί θυγατρικές (σπουδαιότερη η Μεταλλεία Αταλάντης ΑΕ) και συμμετέχει σε μεγάλες εταιρείες (π.χ. Ελαΐς). Δυστυχώς, η τράπεζα δεν κατάφερει να βγει αλώβητη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1952 μπαίνει υπό εκκαθάριση και το 1968 ανακαλείται η άδεια της. Η περιουσία της εκποιείται και οι μετοχές της περνούν στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας.
1931: Το κτήριο της Τράπεζας Χίου στην Χίο. Σήμερα στεγάζει υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα είκοσι χρόνια για να βγει η Τράπεζα Χίου από την αφάνεια. Το 1988, η οικογένεια Βαρδινογιάννη εκδηλώνει ενδιαφέρον να αγοράσει τις κοιμώμενες μετοχές της και, κατά παράδοξο τρόπο, η Εθνική συναινεί. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη διαδικασία αλλά ας μη κολλάμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Η ουσία είναι ότι το 1988 οι Βαρδινογιάννηδες αποκτούν το 100% των μετοχών τής Τράπεζας Χίου κι έτσι γίνονται και τραπεζίτες. Πολύ γρήγορα η αναγεννημένη τράπεζα (τώρα πια έχει πάρει το ευρωβλάχικο όνομα Xiosbank, το οποίο σε όλον τον κόσμο διαβάζεται ως Ξίος-μπανκ) αρχίζει να συσσωρεύει ζημιές. Όπως ακριβώς και η Eurobank των Λάτσηδων.
Το 1993, στο τιμόνι τού υπουργείου οικονομικών βρίσκεται ο Γιώργος Γεννηματάς και στην διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος βρίσκεται ο Γιάννης Μπούτος. Ο Μπούτος (παλιός κεντροδεξιός πολιτικός) αποτελεί επιλογή και του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά έχει ένα μειονέκτημα: δεν θέλει ούτε να ακούσει για κινήσεις διάσωσης της Xiosbank ή της Eurobank. Οι πιέσεις σε Γεννηματά και Μπούτο για αλλαγή πολιτικής είναι έντονες, χαλαρώνουν για λίγο στις αρχές του 1994 που αρρωσταίνει ο Γεννηματάς (θα πεθάνει τον Φεβρουάριο) και εντείνονται εκ νέου όταν αναλαμβάνει υπουργός οικονομικών ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Τελικά, ο Μπούτος παραιτείται και στις 26 Οκτωβρίου 1994 τον διαδέχεται ο αγαπημένος των αγορών Λουκάς Παπαδήμος. Πολύ λογικά, ένα από τα πρώτα μελήματα του νέου διοικητή είναι να “καθαρίσει” τα χρέη της Xiosbank και της Eurobank. Όπερ και εγένετο.
Καθαρή, πλέον, η τράπεζα βάζει πλώρη για το χρηματιστήριο, όπου μπαίνει το 1997. Με την αύξηση κεφαλαίου, η οποία έγινε για την εισδοχή της στο χρηματιστήριο, οι Βαρδινογιάννηδες βλέπουν το ποσοστό τους να μειώνεται από το 100% στο 79%. Μέχρι τότε, οι μετοχές ανήκαν σε πέντε μέλη της οικογένειας, στους κληρονόμους του Θόδωρου Βαρδινογιάννη και σε 16 αλλοδαπές εταιρείες, όλες συμφερόντων τής οικογένειας.
Κι ενώ η τράπεζα μπαίνει στο χρηματιστήριο, μαζεύοντας τα λεφτά των επενδυτών από την αύξηση του κεφαλαίου της, ο κύριος μεγαλομέτοχος, ο Βαρδής, αρχίζει να… ξεφορτώνει. Από τον Μάιο του 1997 μέχρι τον Αύγουστο του 1998, όλες οι μετοχές τού Βαρδή πέρασαν σε χαρτοφυλάκια αλλοδαπών εταιρειών. Οπως ανέφερε ο ίδιος, σε επιστολή του προς το Χρηματιστήριο Αθηνών, μεταβίβασε 3.037.635 ονομαστικές μετοχές που αντιπροσώπευαν ποσοστό 12,59% της Xiosbank σε τρεις εταιρείες χαρτοφυλακίου (Progressive Financial Investments, Neptune Investments και Eurolink Financial Investors), οι οποίες έχουν την έδρα τους στο Λουξεμβούργο, σπάζοντας το πακέτο του στα τρία. Έτσι, στο χαρτοφυλάκιο κάθε εταιρείας πέρασαν 1.012.545 μετοχές, ήτοι 4,2% του συνόλου των μετοχών της τράπεζας. Μετά τη μεταβίβαση αυτή, ως μεγαλύτεροι μέτοχοι της Xiosbank έμειναν οι δύο γιοι του, η σύζυγός του Μαριάννα και οι γιοί των αδελφών του Νίκου και Θόδωρου, με τον καθένα τους να ελέγχει το 4,5% της τράπεζας.
Ανοίγουμε παρένθεση. Έχει ενδιαφέρον να δούμε μερικές από τις εταιρείες που, μετά την αύξηση κεφαλαίου, βρέθηκαν με μετοχές τής Xiosbank. Πρόκειται για τις Sea Investments, Sea Bird, Sea Mark, Sea View, Sea Light, Sea Way και μερικές ακόμη “Sea”, οι οποίες ανήκουν στον όμιλο Βαρδινογιάννη και για τις Erda Investments, Jets Investments, Herald Holdings, Severn Holdings και Vista Holdings, όλες συμφερόντων των ομίλων Γουλανδρή και Λιβανού. Λεπτομέρεια: η κόρη τού Βαρδή Χριστιάννα είναι παντρεμένη με τον Γιώργο Γουλανδρή και ο γυιος του Γιώργος είναι παντρεμένος με την Εριέττα, την κόρη τού Γιώργου Λιβανού. Αυτά με το κουτσομπολιό και κλείνουμε την παρένθεση.
Αυτή η ενέργεια του Βαρδή είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα “ουρά”. Αφού κανένας μέτοχος δεν διέθετε πια ποσοστό άνω του 10%, οι μέτοχοι δεν θα είχαν καμιά υποχρέωση να ενημερώνουν το Χρηματιστήριο για τις όποιες επόμενες κινήσεις τους. Δηλαδή, αν οι εταιρείες που απέκτησαν το ποσοστό τού Βαρδή ήθελαν ένα πρωί να πουλήσουν, κανείς δεν επρόκειτο να το πληροφορηθεί επισήμως.
Υποτίθεται ότι η τράπεζα έκανε αύξηση κεφαλαίου και μπήκε στο χρηματιστήριο προκειμένου να προχωρήσει σε καινούργιες επενδύσεις. Κι όμως, εκείνη ακριβώς την στιγμή, το μεγαλύτερο κεφάλι της αποφάσισε να ξεφορτωθεί τις μετοχές του. Σε οποιαδήποτε ευνομούμενη κοινωνία, κάτι τέτοιο θα προκαλούσε άμεση αντίδραση των εποπτικών αρχών (κυρίως του υπουργείου οικονομικών και της κεντρικής τράπεζας) και εκτεταμένους ελέγχους. Εδώ, όμως, δεν ίδρωσε κανένα αφτί. Όπως, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεν ίδρωσε κανένα αφτί όταν, μόλις έναν χρόνο αργότερα, η -ενισχυμένη κεφαλαιακά- Xiosbank άρχισε τις κουβέντες για απορρόφησή της από την Τράπεζα Πειραιώς, μια διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα τού 2000.
Απόδειξη Τράπεζας Χίου, με ημερομηνία 7/9/1933: Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναλαμβάνειχίλιες δραχμές από λογαριασμό τού θείου του Ελευθερίου Βενιζέλου (αρχείο ιδρύματος Ελ. Βενιζέλου).Προσέξτε την σταθερή, “ηγετική” υπογραφή τού δεκαπεντάχρονου τότε Μητσοτάκη.
Δεν γίνεται να κλείσω αυτό το σημείωμα δίχως μερικές από τις γνωστές μου “ανάποδες” σκέψεις. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τον Λαυρεντιάδη και την τράπεζά του (την Proton), η κύρια κατηγορία κατά του Λαυρεντιάδη ήταν ότι χρησιμοποιούσε, με αδιαφανή και παράνομο τρόπο, τα χρήματα της τράπεζας για να χρηματοδοτεί άλλες δραστηριότητές του. Αναρωτιέμαι, λοιπόν αν και κατά πόσο οι Βαρδινογιάννηδες, κατά την δεκαετία που “έπαιξαν” τους τραπεζίτες, έκαναν κάτι παρόμοιο. Απ’ όσα έχω υπ’ όψη μου, δεν έγινε ποτέ κάποιος σχετικός έλεγχος από οποιαδήποτε εποπτεύουσα αρχή. Άραγε, όταν κάποια από τις εταιρείες τού ομίλου είχε ανάγκη από ρευστό, σε ποια τράπεζα πήγαινε για δανεικά; Μόνο η δική μου “παράλογη” λογική λέει ότι πήγαινε στην Xiosbank και τα έπαιρνε με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους; Η επιτροπή ανταγωνισμού τί λέει για την περίπτωση όπου κάποια επιχείρηση διασφαλίζει ad hoc ευνοϊκώτερους όρους χρηματοδότησης έναντι των ανταγωνιστών της; Πώς γίνεται και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε κάποιος, οποιοσδήποτε, να το ψάξει το θέμα λιγάκι; Έλα ντε!
Με τούτο και μ’ εκείνο, στο λυκόφως τής προηγούμενης δεκαετίας ολοκληρώθηκε ο κύκλος των Βαρδινογιάννηδων ως τραπεζιτών. Όμως, ο κύκλος τους ως “ενημερωτών” της κοινής γνώμης, έστω και με προβλήματα, συνεχιζόταν…