Κώστας Μαρούντας
Οι συζητήσεις μεταξύ πολιτικών αρχηγών στο κοινοβούλιο θα έπρεπε να είναι η πεμπτουσία των προθέσεων κάθε ομιλητή, καθώς αποτελούν (να συγχωρεθεί το κάπως αδόκιμο της παρομοίωσης…) ένα άτυπο μεταξύ τους debate. Χωρίς διαμεσολαβήσεις, χωρίς τους κανόνες «προστασίας» που συμφωνούνται από τα επιτελεία στα κανονικά debate, και χωρίς την αφόρητη πίεση της αδυσώπητης στενότητας χρόνου. Υπό συνθήκες που προσομοιάζουν σε μια ουσιαστική προσέγγιση, αποτελούν -ανεξάρτητα ακόμα και από τη θεματική- ένα είδος «αυτοπαρουσίασης» και «έκθεσης», και απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους, και σε όσους παρακολουθούν τη συζήτηση από τους τηλεοπτικούς δέκτες, αλλά και στον «ξένο» παράγοντα (που έχει σηκωμένα τα αυτιά…). Όμως, εδώ στην Ελλάδα έχουν μετατραπεί σε παιχνίδι εντυπώσεων και παραστάσεων αντιπαράθεσης που υποχρεώνουν τους πιο οξυδερκείς στην αναζήτηση της ουσίας πίσω από μια «μπερδευτική» ανάγνωση των λέξεων και των προτάσεων.
Από παλιά, οι μεγαλύτεροι σίγουρα δεν θα έχουν ξεχάσει το «είδος» και το «ύφος» των αλησμόνητων κοινοβουλευτικών μαχών της δεκαετίας του 1980 ανάμεσα σε σπουδαίες μορφές και προσωπικότητες της αστικής πολιτικής του ελλαδικού χώρου, παίζεται το ίδιο βιολί… Αλλά και μεταγενέστερα, οι συζητήσεις αυτές λάμβαναν τη χροιά της «προσωπικής μάχης εντυπώσεων» προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τρόπου εκφοράς και κινησιολογίας των ηγετών που παρέλαβαν τη σκυτάλη από τα «τοτέμ» της δεκαετίας που προαναφέραμε.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά στο σήμερα; Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος (χωρίς να απέχει κατά πολύ από μια εκδοχή εύστοχης τοποθέτησης) πως δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει το παρελθόν, και στο συγκεκριμένο ζήτημα και σε άλλα. Μεγάλη κουβέντα αυτή, και μάλλον λάθος (που σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να καταστεί επιτηδευμένο συγχωροχάρτι για το χτες) το να μην συγκρίνουμε και να προχωράμε χωρίς τις απαραίτητες αναφορές στο (μακρόσυρτο δυστυχώς…) χρονικό εκείνο διάστημα που επηρέασε το σήμερα όσο τίποτα άλλο.
Και όσον αφορά στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις σε επίπεδο αρχηγών, ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως -παρά τα διαφορετικά δεδομένα της εποχιακής συγκυρίας που διάγουμε- δεν έχουν αφεθεί σε καίρια σημεία τα σημάδια του χτες; Η συζήτηση της προηγούμενης Δευτέρας δεν ήταν μια συζήτηση ενταγμένη στα πλαίσια μιας νέας εποχής που επιτάσσουν οι ανάγκες, αλλά μια πατέντα βγαλμένη από το παρελθόν. Κενά σε ουσιώδη ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολούν, ακόμα και με την επίκληση αυτοκριτικής ρητορικής. Διφορούμενες ερμηνείες και παραποιήσεις της πραγματικότητας και των λόγων του αντιπάλου. Μέτρια ευφυολογήματα και χρήσεις ρήσεων κατά το δοκούν. Στημένες απορίες. Πιάσιμο από τις λέξεις, υφολογική παράσταση ατάλαντου θεατρινισμού. Νουθεσίες ευκολοχώνευτες, αλλά βγαλμένες από το αποτυχημένο χτες, επομένως κοντινές στην ακυρότητα. Κίνηση εκκρεμούς ανάμεσα στον ουδετερολάγνο «ρεαλισμό» και τις πτυχές της «ιδεολογίας» που απευθύνονται μόνο σε μυημένους, σε μια εποχή που φρόντισαν κάποιοι να είναι λιγότεροι ακόμα και αυτοί οι μυημένοι. Λέξεις που αραδιάζονται «συγκολλητικά» όχι για να ερμηνεύσουν σε βάθος τα ζητήματα, αλλά να ενδύσουν την τακτική με τα ακριβοθώρητα ρούχα της ρηχότητας…
Στο σήμερα, ορισμένοι εξακολουθούν να λειτουργούν όπως στο καταδικασμένο από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού παρελθόν, σαν να μην μπορούν πια να αλλάξουν (ακόμα και αν το επιθυμούσαν). Και σε όλα αυτά, η ευθύνη είναι «εναγκαλισμένη» με τους θιασώτες του χτες, δηλαδή τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Εφόσον επιλέγουν να μην αλλάξουν, θα τους αλλάξουν οι καιροί και οι καινούριες αναγκαιότητες που προέκυψαν από τη ζωή. Και τα ζητήματα συμπεριφοράς έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτή που τους αποδίδουν οι προωθητές ενός «μεταλυκειακού» τσαμπουκά, έστω και αν τούτος «υποστηρίζεται» από μια φραστική «ανησυχία» για τη «μη πρόσκρουση της Ελλάδας στα βράχια».. Μα, ποιοι είναι τελικά τα ίδια τα «βράχια»;