HuffPost Greece | 06/04/2015 10:13 πμ
Ένα, από τα κάπως ευτράπελα, που ζεί μέσα στη φθορά της η χώρα και οι πολίτες της είναι οι απεγνωσμένες προσπάθειες των διάφορων «διανοούμενων» για εκλαϊκευμένες νουθεσίες. Γενικώς, ειδικώς και πρός πάσα κατεύθυνση. Οι περισσότεροι από αυτούς τους δημοσιολόγους, κατά τις φρενήρεις δεκαετίες του 1990 και του 2000 (όταν η επιδείνωση του δημόσιου χρέους υπήρξε διαρκής), ήταν καθηλωμένοι και «χρήσιμοι» στην αυταρέσκεια των πολιτικών συνεστιάσεων, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των διάφορων χωλ άσκησης εξουσίας.
Σήμερα έκπληκτοι, με ελεγχόμενη ναυτία, βλέπουν την κυβέρνηση ως ένα «περιθωριακό κράμα παρδαλών υπουργών» με επικεφαλής τον πρωθυπουργό να παραπέμπει στον πρωταγωνιστή της ταινίας «Η πιο κουφή μέρα του Φέρις Μπιούλερ». (Για την ιστορία, πρόκειται για την κατεξοχήν 80s αμερικανική «νεανική» ταινία). Βέβαια οι αγαπητοί δημοσιολόγοι μας έχουν κοντή μνήμη. Πράγματι, ο Αλέξης Τσίπρας θυμίζει τον καταφερτζή Μπιούλερ που στην πιο τέλεια κοπάνα της ζωής του (από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, θα συμπλήρωναν οι κακές γλώσσες) παίρνει μαζί του τα φιλαράκια του για να δουν τον κόσμο από ψηλά -από τους γεροντοέφηβους της Αριστερής Πλατφόρμας μέχρι την αβυσσαλέα κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ωστόσο, οι περισσότεροι από όσους κινδυνολογούν ή απλώς «αγαπούν να μισούν», λησμονούν ποιοι είναι στα αλήθεια οι «πραγματικοί γονείς» του Τσίπρα/Μπιούλερ. Οι βουλευτές του απολιθωματικού ΠΑΣΟΚ και οι νοσταλγοί της Νέας Δημοκρατίας στέκονται σχεδόν ατάραχοι και προσεύχονται για την ενηλικίωση του πρωθυπουργού. Δίπλα τους σιγοντάρουν και διάφοροι φλογεροί θιασώτες της ανάπτυξης που η ορμή τους υποβαστάζεται από κρατικές δαπάνες και κονδύλια. Όμως, για τους επικριτές της, η προσδοκώμενη ενηλικίωση της κυβέρνησης ισοδυναμεί με το χάσιμο του παιχνιδιού. Απαιτούν η κυβέρνηση να διαγράψει την πορεία από την ανικανότητα στην ενηλικίωση, συναντώντας πρώτα τον θάνατο. Μια, αν μη τι άλλο, αποφασιστική και ρεαλιστική στάση.
Τι ζητούν λοιπόν οι πεφωτισμένοι της διπλανής πόρτας; «Ας τελειώσει λοιπόν εδώ και τώρα η φαντασίωση της αριστερής κυβέρνησης (κάλπικης ή μη) και ας παραδοθούμε στο δικαίωμα της λήθης» προτού αποδείξουμε:
-ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των δεκαετιών του 1990 και του 2000 ήταν ένα τέχνασμα, επικοινωνιακό και ουσιαστικό. Η ευημερία διογκώθηκε με δανεισμό και το χρέος έγινε το υπερκαύσιμο της ανάπτυξης.
-Οτι το 2010 η συνταγή της λιτότητας (ως αντίδοτο και μαζί κάθαρση) προκάλεσε τεράστιες ζημιές -οικονομικές, κοινωνικές, ατομικές– αλλά η, απολύτως ορθολογικά επιβεβλημένη, αποκατάσταση τους θεωρείται αδιανόητο συλλογικό καπρίτσιο.
-Οτι η εθνική ανασφάλεια που βασίστηκε στην υποχώρηση των συμφερόντων της χώρας, (Κύπρος, ελληνοτουρκικά, Σκοπιανό), στην αλλοπρόσαλλη έκβαση των συμμαχιών μας και στην γενικότερη γεωπολιτική αποδυνάμωση, φτιασιδώθηκε με αλαζονεία, άγνοια και εξοπλιστικά. Πολλά εξοπλιστικά.
Αν επιστρατεύσουμε τον ορθό λόγο και τον ρεαλισμό θα διαπιστώσουμε ότι η ευημερία που θεωρήθηκε τρόπαιο του εκσυχγρονιστικού μόχθου ήταν στιγμιαία και καιροσκοπική. Οι αριθμοί παρουσιάζονται αμείλικτοι και τα συμπεράσματα πολλά. Είναι επιστημονικά διάτρητο και ηθικά αμφίβολο να αποδίδει κανείς στη συλλογική ευθύνη τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, το χρεοκοπημένο δημόσιο και -συχνά- ιδιωτικό τομέα. Την πτώχευση της Ελλάδας.
Αντίθετα την απάντηση στο τέλμα της χρεοκοπίας ήρθε να δώσει ο μεσσιανισμός σε διάφορες εκδοχές. Πρώτα ο μεσσιανισμός του μηχανισμού στήριξης, του μνημονίου και της τυφλής λιτότητας ως μοναδική λύση. Έπειτα το μεσσιανικό μείγμα πολιτικής του κ. Σαμαρά (ένα αληθινά πολυκέφαλο κόνσεπτ, αντιμνημονιακού πόθου, σκληρής προσαρμογής, φαντασιακής εξόδου από το μνημόνιο και γλυκιάς αυτοκαταστροφής). Τέλος αναδύθηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, ένα μνημείο του «μεταχθές» σε εξέλιξη. Προφανώς πολλοί από τους συμμετέχοντες στην κυβέρνηση μοιράζονται την άποψη που ο Καμύ είχε για την ελπίδα:
«Από το κουτί της Πανδώρας, όπου κρύβονταν όλα τα δεινά του κόσμου, οι Έλληνες έβγαλαν την ελπίδα τελευταία, σαν να’ ταν τό χειρότερο άπ’όλα. Δέν έχω γνωρίσει πιο συναρπαστικό σύμβολο. Γιατί η ελπίδα, αντίθετα απ΄ό,τι λέγεται, αντιστοιχεί στην παραίτηση. Και το να ζεις σημαίνει ακριβώς το να μην παραιτείσαι».
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Σαμαράς, ακριβώς επειδή διάβασε κάποια στιγμή Καμύ και δεν τον «έπιασε κότσο» η ελπίδα, δεν εγκαταλείπει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Εξακολουθεί με λόγο σύγχρονο και κομψό («εγώ είμαι της αντρικής σχολής») να τεκμηριώνει την ορθότητα των θέσεων του, επικαλούμενος το δίκαιο του φύλου του. Οι συνοδοιπόροι της Νέας Δημοκρατίας προφανώς δεν ασχολούνται με τον μοναχικό πρόεδρο και τις αναζητήσεις του. Ισως δεν αισθάνονται ισχυρή την ανάγκη να ανασυγκροτήσουν το χώρο της κεντροδεξιάς και να αποκαταστήσουν την ταυτότητα και την αποστολή της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιθανόν να σκέφτονται ότι οι χλιαρές καρδιές των δελφίνων του ΠΑΣΟΚ είναι η μοίρα τους και δεν θέλουν να αναλωθούν σε φλύαρες μετά-Πασοκικές ημερίδες σε πληκτικά ξενοδοχεία της Αθήνας. Εξάλλου, το μενού δεν περιλαμβάνει τον υπαρξιακό γρίφο της σοσιολδημοκρατίας, ώστε να γινόταν και λίγο παραπάνω θόρυβος. Επιπλέον, η πολιτική πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ζητά τίποτα απο τους πολίτες στους οποίους απευθύνεται. Δεν τους ζητά να κινητοποιηθούν αλλά να βυθιστούν ακόμη περισσότερο στη μοιρολατρία και την αυτοτιμωρία: «αν ήταν να καταστραφούμε μια φορά, τώρα δεν προλαβαίνουμε ούτε να καταστραφούμε».
Ας σημειωθεί επίσης ότι ο πρωθυπουργός -Φέρις Μπιούλερ- διαθέτει έναν ιδιόρρυθμο σύμμαχο στην κυβέρνηση: τον Πάνο Καμμένο. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο οποίος (συνήθως δικαιωματικά) ταξινομείται από τους δημοσιολόγους ως αμετροεπής οντότητα με ροπή στον συνωμοσιολογικό ρεαλισμό, μοιάζει να κατανοεί το εξής: ότι η εξωτερική πολιτική που επένδυσε στο ιδεολόγημα που θέλει την Ελλάδα να αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση δοκιμάζεται.
Σήμερα η Τουρκία κατέχει σημαντικό ρόλο στο ΝΑΤΟ, συνεργάζεται απευθείας με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια σύνθετη πλατφόρμα διαφορετικών δραστηριοτήτων, προσελκύει επενδύσεις και διαθέτει μια δυναμική οικονομία με περιφερειακή ισχύ. Επομένως είναι αρκετά σαφές ότι η Τουρκία δεν περιμένει την Ελλάδα να επιτελέσει κάποια «διαμεσολαβητική» αποστολή. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, τόσο ο κ. Καμμένος όσο και ο κ. Τσίπρας φλερτάρουν νοσταλγικά με το παρελθόν. Ουσιαστικά με την λογική που εφάρμοσε τη δεκαετία του ’80 ο Ανδρέας Παπανδρέου, επιχειρώντας μια συνδυαστική γεωπολιτική στρατηγική, η οποία -θεωρητικά- θα εξισορροπούσε ανάμεσα σε μια προσέγγιση στην Σοβιετική Ένωση και τον Ανατολικό κόσμο, σε μια ανθεκτική στάση απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και το ΝΑΤΟ, θωρακίζοντας το περιεχόμενο του συνθήματος «η Ελλάδα στους Έλληνες». Ωστόσο, αξίζει να θυμηθούμε ότι μετά τις παραμονές του τέλους του Ψυχρού Πόλεμου, η στρατηγική του Ανδρέα Παπανδρέου εξελίχθηκε σε υπόθεση φολκόρ, ερεθίζοντας τους εθνικισμούς και τις ακροδεξιές μεθοδεύσεις.
Το συλλογικό ήθος που δομήθηκε στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης (1974-1981) παραδόθηκε στην παρασιτική οικονομία, στο «πασοκικό, εκσυχγρονιστικό, νεο-καραμανλικό και εσχάτως (αντι-)/μνηνονιακό άτομο». Τώρα η κυβέρνηση της Αριστεράς του Φέρις Μπιούλερ (παρεπιπτόντως, διάβολε, ο κ. Πανούσης υπενθύμισε μέσα από «Τα Νέα» ότι την Αριστερά της κοπάνας δεν την έχει ανάγκη ο τόπος) τολμά το εξής γλυκό:
Από θέση μηδενικής ισχύος στο παγκόσμιο στερέωμα και αφού επινόησε την Καφκική διάσταση των «Θεσμών» ψαλιδίζοντας στην πράξη όποια διαπραγμετευτική ισχύ αρχικά διέθετε, επιθυμεί να κάνει έφοδο παντού: στο ΔΝΤ, στη Ρωσία, στις Βρυξέλες, στο νεοφιλελευθερισμό, στις αγορές, στο λαϊκό κίνημα, στους χρεοκοπημένους εκδότες, στις αγορές, στον ουρανό. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι θέλει να κάνει όλα τα παραπάνω χωρίς κάποια ένταση, αλλά με μετριοπάθεια. Οχι βέβαια με τη μετριοπάθεια του πνεύματος που μπορεί να συνδράμει στην ακριβή αντίληψη των κοινωνικών προβλημάτων και στη λύση τους, αλλά με την «μισητή μετριοπάθεια της καρδιάς». Πρόκειται για την μετριοπάθεια που υπομένει την παράταση του καθεστώτος αβεβαιότητας και αντίληψης της διαφθοράς ως μεταφυσικό στοιχείο. Αυτός ο τύπος μετριοπάθειας είναι δίκοπο μαχαίρι. Διακινδυνεύει να γίνει ένα υπέροχο πολυεργαλείο σε όσους επιδιώκουν την απόλυτη παραμονή στο αδιέξοδο, καθώς και σε εκείνους που επενδύουν στο διχασμό, την αυτολύπηση και την αδράνεια. Η διέξοδος και η ευημερία δεν θα έρθουν ούτε καρφώνοντας το χέρι στο μαχαίρι, ούτε με χλιαρές καρδιές.