στη μεγαλύτερη πανανθρώπινη γιορτή της μεγάλης παρασκευής, ημέρα της αγάπης
«Εαν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.»
[[ Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια μηλιά που αγαπούσε ένα αγοράκι. Κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. Σκαρφάλωνε στο κορμό της, έκανε κούνια στα κλαδιά της και έτρωγε μήλα. Παίζανε και κρυφτό. Κι όταν το αγόρι κουραζόταν αποκοιμιόταν στον ίσκιο της. Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά πάρα πολύ. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή. Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά και η μηλιά του είπε: « Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο». Το αγόρι της απάντησε: «Θέλω ν’ αγοράσω πράματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;» «Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο». Και το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη. Μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε: «Έλα, αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο». «Δεν έχω χρόνο να σκαρφαλώσω, είπε το αγόρι. «Θέλω γυναίκα και παιδιά και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;» «Εγώ δεν έχω σπίτι» είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα είσαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά- καλά δεν μπορούσε. « Έλα, αγόρι» ψιθύρισε, «έλα να παίξεις». «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω» είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;». «Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα» είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά… και να ‘σαι ευτυχισμένο. Και το αγόρι έκοψε τον κορμό της, έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη… μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, αγόρι» είπε η μηλιά, «μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα». «τα δόντια μου δεν είναι για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά» είπε η μηλιά. Δεν μπορείς να κάνεις κούνια». «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις…» «Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω» είπε το αγόρι. «Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δεν απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι…» «Δε θέλω και πολλά τώρα πια» είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος». … «Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου». Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε… Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη…! ]]
[divider] [/divider]
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκovτάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου; …και κλαίει.