Κάπα Κάπα Μοίρης | 10.04.2015 | 19:58
Κάθε φορά (όχι συχνά) που πηγαίνω στα νεκροταφεία -υποκινούμενος, πάντα, από ιδιοτελείς σκέψεις- διαλέγω να κόβω δρόμο για να φτάσω στον τάφο των προγόνων. Αποφεύγω τις μικρές λεωφόρους που φιλοξενούν την τάχα μου κατανυκτική περιφορά του επιτάφιου πασχαλιάτικα, την τόσο ξεδιάντροπα ειρωνική ανάμεσα σε αμέτρητους ανίκανους κι ανήμπορους ν’ αναστηθούν. Δεν προτιμώ κι εκείνες που οδηγούν στην νέα πτέρυγα, την ολωσδιόλου γυμνή από οτιδήποτε έχει φύλλο πάνω του. Μου μοιάζει η διαδρομή σαν αυτήν στο φινάλε του Τρίτου Άνθρωπου, χωρίς -όμως- ίχνος ζωής στο βάθος του ορίζοντα, χωρίς καμιά σκιά δέντρου, δίχως εκείνο το γενναίο χορταστικό ασπρόμαυρο. Ένα μαυρογκρί ατέλειωτο μόνο, σε μπλούζες, σε φούστες, σε παντελόνια, σε παπούτσια, μαλλιά, λουλούδια. Ακόμη κι αυτά ξεχρωμιάζουν γρήγορα πλάι στους σταυρούς, μέσα σε ταλαιπωρημένα απ’ τον καιρό και τη μοναξιά βάζα.
Τέσσερις τάφους μετά την δεύτερη βρύση στρίβω δεξιά, συνεχίζω ευθεία για δώδεκα τάφους, στρίβω αριστερά μόλις αντικρίσω την τρίτη -την καινούργια- βρύση, πρώτα λεκιασμένα μάρμαρα, δεύτερα δεξιά, τέλος.
Να πω οτι είναι το κερί ή το καντήλι που θέλω ν’ ανάψω αυτό που με τραβάει ως εκεί, μια φορά στους τρεις, τέσσερις μήνες, ψίχουλο αλήθειας θα ‘ναι. Τόσο δα ψίχουλο. Ξέρω ότι οι γέροντες με συγχώρεσαν που τους επισκέφτομαι τόσο αραιά, δεν είμαι σίγουρος πως εκεί που είναι -δεν το ξεκαθάρισα ακόμη αυτό το «εκεί»- τους νοιάζει κιόλας. Καθείς με τις παρέες του, σκέφτομαι. Περισσότεροι είναι αυτοί, μετρημένοι εμείς. Ακόμη και με τον διπλανό τάφο να πιάσουν κουβέντα, για πότε περνάνε τα χρόνια χωρίς να με δουν να ψάχνω καρβουνάκια και φυτίλι ούτε που θα το καταλάβουν.
Δεν πάω γι αυτό. Μη με ρωτάς αν ντρέπομαι, μάλλον όχι. Αλλά να, πολλές φορές που λιγοψυχώ, που βολοδέρνω, που μαυρίζω, που σκέφτομαι με στομάχι πατσαβούρα το αύριο, το μέσα μου παλεύει να με φέρει στον ίσιο δρόμο, με βάζει στο αυτοκίνητο και με κατεβάζει εκεί έξω. Και με στέλνει να περπατήσω ανάμεσα σε ατέλειωτους αριθμούς με μια παύλα στη μέση. Για να θυμηθώ, να χωνέψω ακόμη μια φορά ότι αυτή η παύλα χρειάζεται να σε νιώθει να την χαϊδεύεις, να την τρέφεις, να την κανακεύεις κι όχι να την αφήνεις νηστικιά. Γιατί το πότε θα σε παρατήσει και θα τρέξει να στριμωχτεί ανάμεσα σε δυο αριθμούς για να κολλήσει για πάντα μαζί τους πάνω σ’ ένα φτηνομάρμαρο, ούτε που θα το καταλάβεις. Ούτε που θα το καταλάβεις…