thegreekcloud | Πάνος Θεοδωρίδης | 12.04.2015 | 02:10
Πασχαλινόν διήγημα
Εις τα παγκούλια της Τρίτης θέσεως του πελοποννησιακού τραίνου, ανήμερα των Βαϊων, 12 Απριλίου 1903, συνέπεσε να συνταξιδεύουν ο Μενέλαος Μπαχαβιώρος, εκ Σύρου, φοιτητής Φιλοσοφικής ετών 28 και ο Ευρυσθεύς Μπάχαλος, οδοντοτεχνίτης, ετών 26, εκ Πύργου Ηλείας. Ο πρώτος εκράτει βαλίτζαν εκ ψαθίου ευτελή, ως κατευθυνόμενος εις Τεργέστην, ο δεύτερος με σάκκον εκ μουσαμά, θα επάσχαζεν εν τω γονικώ αυτού χωρίον.
Την «Ακρόπολιν» έστιξεν πειρακτικώς ο Ευρυσθεύς, καθώς την ανέγνω σύννους ο Μενέλαος. «Με την ανακτόδουλον φυλλάδα ασχολείσαι;» «Τα καμώματα του Λέπουρα σημειώ, τον εχθρόν δεν κρύβομεν υπό τον μόδιον, άπλετος η του αληθούς φωτός η επενέργεια: τα ψεύδη γράφονται, πλην επί του καθαρού μετώπου δεν αναγράφονται». Ήτο αμφότεροι συναγωνισταί των παλαιών εκείνων Ευαγγελικών και έμελλον να διαπρέψουν και εις τα προσιόντα Ορεστειακά.
Έως τον Ισθμόν, οι δύο νέοι είχον ανεύρει θέματα κωζερί ουκ ευκαταφρόνητα. Η ευδία του τοπίου τους ήτο αδιάφορος. Πνεύματα τολμηρά δια κοινών αναγνωσμάτων διευρυνθέντα, διέσυρον δια καιρίων παρατηρήσεων τον «Αλιβάνιστον» του επετειακού κολλυβά, καθώς κοινή ευρέθη η αντιπάθειά των δια τον Παπαδιαμάντην.
«Μας ωθούσιν προς παραδόσεις βυθίως νοσταλγικάς, φίλε μου!» ανέστη φρικιών ο Μπαχαβιώλος.
«Μαθαίνομεν πως άνθρωποι εις άλλας ηπείρους μιμούνται τον Ίκαρον και η δύναμις του μότωρος κινεί τους τροχούς αυτομάτων αμαξών» συνεπλήρωσεν ο Μπάχαλος. «Τα επαχθή βάρη των γυναικών μειώνουν μηχαναί και γρανάζια και στρόφαλοι, κυκλώνουσαι ημάς ακαταπαύστως, και εν τη θρηνώδει ημών χώραν τα γαϊδουράκια και αι απλόνοαι υπάρξεις της υπαίθρου χώρας ακυρώνουν πάντα ωθισμόν προόδου».
Η θέα και μόνη του καναλίου του μεσιτεύοντος μεταξύ Ρούμελης και Μοριά, έφερεν άλλας νοητικάς εξελκώσεις. «Πολύ θα μ ενδιέφερεν να αποκτήσω εκρηκτικών τινών μασούρια, άτινα επετάχυνον την διάνοιξιν του έργου των κακεργετών, των εν προμηθείαις και δωροδοκίαις εμφωλευομένων και να μπουμπουνίξω τον πρώτον σιδηροδρομικόν σταθμόν, Κορίνθου ή Κιάτου» ηυχήθη ο λεπτουργός μασελών και βιταλίων.
«Εώ θα έβαφον ευχαρίστως δια τεραστίων τιτθίων,μηρών και θυσανοειδούς αιδοίου, ώς του Κουρμπέ η τέχνη εδίδαξεν,τα κυβόστρωτα έξωθι των Ανακτόρων» αχνογέλασεν ο φοιτητής.
Είτα η συζήτησις περιεστράφη εις θέματα φεδεραλισμού, κατά του Κροποτκίνου την θεωρίαν, αντιμαχομένην σποράδην των απόψεων του σπουδαίου Προυδώνος. Αι! Των εθνικών κρατών αι κινδυνώδεις γομώσεις του Ήθους! Πως θα γίνομεν χώρα πνευματικής επικυριαρχίας της Αενάου Ύλης, επαιτούντες συστήματα ανακτοβουλίων, αγόντων με τα ζόρια άχρι Δούμας τινός εκ μεγαλοϊδιοκτητών και ιερωμένων συγκειμένης!
Τας εντεύξεις, τας ελπίδας και τας εκρήξεις του κοινού ιδεασμού, διέκοψεν εις Κόρινθον η παρουσία χωρικού αξέστου, ενδεδυμένου λεράν φουστανέλλαν, όστις εκράτει δύο μπόγους εκ των οποίων επερίσσευον πτερώματα ζώντων πουλερικών και καλαθούνα πλήρης πρωίμου σιναπίου,όπου ανεπαύοντο δύο δουζίνες αυγών.
«Μεγαλοβδόμαδον από αύριον, παιδιά!» εχαιρέτισεν τους ακραίους συνωμότας ο ηλικιώτης με τον λευκόν ,επι δεκαετίας παρεκταθέντα αντιρρόπως μύστακα. «Να, πάρετε από ένα αυγόν, να ροφήσωμεν! Τα πήγαινα στον εγγονό μου, εις Βοστίτζαν, να τα βάψει η θυγατέρα μου, αλλά δεν θα του λείψουνε τα τρία που θα φάωμεν! Άσε που μ΄έχει κόψει και πείνα»
Έτζι, η επανάστασις ανεβλήθη επ΄αόριστον εκείνην την λαμπρά πρωίαν, και οι Αναστάντες ουρανοί παρέμειναν ευφυώς προσανατολισμένοι εις το Σταφιδικόν, τον Διεθνή Οικονομικόν Έλεγχον και την ροήν πτωχών χωρικών προς τα ρυπαρά ατμόπλοια τα συνωστίζοντα την μελλοντικήν του Έθνους ομογένειαν πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού.