Tvxs Άρθρο | 14:14 | 18 Απρ. 2015
Gabriel Colletis, Jean-Philippe Robé και Robert Salais
Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και λίγοι οικονομολόγοι ή πολιτικοί ισχυρίζονται το αντίθετο. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ έχουν από καιρό αναγνωρίσει ότι όταν το χρέος υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ δεν είναι βιώσιμο. Γράφουν οι Gabriel Colletis, Jean-Philippe Robé, Robert Salais.
Πρόσφατα ένας γνωστός αρθρογράφος των Financial Times, ο Martin Wolf έγραψε ότι, ανεξάρτητα από την επιλογή της παραμονής ή της εξόδου από το ευρώ, μια σημαντική μείωση του χρέους είναι αναπόφευκτη.
‘Ομως αυτή τη στιγμή φαίνεται πως δεν υπάρχει συναίνεση για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Οι κύριοι ευρωπαίοι ηγέτες περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν ακούραστα ότι η Ελλάδα πρέπει να «τηρήσει τις δεσμεύσεις της» και «να εμβαθύνει τις μεταρρυθμίσεις της ». Ωστόσο η Ελλάδα πρέπει έως τις 20 Απριλίου, τέσσερις ημέρες πριν από την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της.
Δύο πρωτοβουλίες από την ελληνική πλευρά
Από ελληνικής πλευράς, υπάρχουν δύο πολιτικές πρωτοβουλίες μετά τις εκλογές στις 25 Ιανουαρίου. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη διαφοράς με τη Γερμανία σχετικά με τις αποζημειώσεις του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα αναμένει πραγματικά ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα, άμεσα ή μεσοπρόθεσμα. Ο ίδιος ο Έλληνας Πρωθυπουργός, κατά την επίσκεψη του στο Βερολίνο, δήλωσε ότι αυτή η υπενθύμιση έχει πρωτίστως ηθική αξία.
Η δεύτερη πρωτοβουλία που πήρε η ελληνική Βουλή και η οποία πρέπει να εξεταστεί με μεγαλύτερη προσοχή εφόσον εξαρτάται σε αυτό το στάδιο μόνο από την ίδια την Ελλάδα αφορά τον λογιστικό έλεγχο του ελληνικού χρέους, προκειμένου να αξιολογηθεί ποιό είναι το μέρος του χρέους που η Ελλάδα θα μπορούσε να αμφισβητήσει γιατί θεωρείται παράνομο ή απεχθές. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το μέρος αυτό θα είναι τουλάχιστον ίσο με 50%, μετά από τις εργασίες της κοινοβουλευτικής επιτροπής. Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε έναν έλεγχο που διενεργήθηκε λίγες εβδομάδες νωρίτερα από μια επιτροπή που ήρθε στην Αθήνα και της οποίας ο υπεύθυνος, εκπρόσωπος της Επιτροπής για την κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, είναι εκείνος που βοηθά τη Πρόεδρο της Βουλής.
Ωστόσο, εφόσον η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα απέχει από οποιαδήποτε μονομερές μέτρο, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια συμφωνία μερικής ακύρωσης που βασίζεται στην αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα του χρέους θα πρέπει να υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη δηλαδή από τους πιστωτές της Ελλάδας, κατά κύριο λόγο δημόσιων (85%). Ακόμη και αν η Ελλάδα έχει ισχυρούς λόγους να πιστεύει ότι τα κέρδη που πραγματοποιούνται επί του χρέους της από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ είναι παράνομα, είναι αμφίβολο ότι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για την ύπαρξη παράνομου χρέους μεταξύ των εταίρων σε βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι αυτή η δεύτερη πρωτοβουλία είναι πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα : να δωθούν στην Ελλάδα, αν χρειαστεί, πρόσθετα επιχειρήματα για να μπορέσει να εξασφαλίσει ελάφρυνση του χρέους. Βάρος, το οποίο στην πραγματικότητα στερεί από την ελληνική κυβέρνηση τα απαραίτητα μέσα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων που η χώρα πρέπει να υλοποιήσει για να εξασφαλίσει την ανάπτυξή της.
Εν κατακλείδι, η λύση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους πρέπει να αναζητηθεί σε άμεσα οικονομικά μέσα.
Υπάρχουν δύο επιλογές: η πρώτη, ομοσπονδιακή, υποστηρίζεται από τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών και η δεύτερη που προτείνουμε εμείς εδώ : την μετατροπή του χρέους σε πιστοποιητικά επενδύσεων, επιλογή που εξαρτάται από τα εθνικά κράτη.
Η ομοσπονδιακή λύση του Έλληνα Υπουργού Οικονομικών
Ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών είχε προτείνει αρχικά την μετατροπή μέρους του Ελληνικού χρέους σε ομόλογα αεναής διάρκειας (που δεν αποπληρώνονται ποτέ, εξασφαλίζοντας ωστόσο ετήσιο επιτόκιο που υπολογίζεται επί του κεφαλαίου), και τη μετατροπή μέρους των δανείων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο διάσωσης (EFSF) σε ομόλογα των οποίων το τοκομερίδιο και οι εξοφλήσεις θα αναπροσαρμόζονται με βάση την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ.
Πιο πρόσφατα, ο Υπουργός πρότεινε την κινητοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ώστε να αναλάβει τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου επενδυτικού προγράμματος μέσω της έκδοσης ομολόγων. Η ΕΚΤ, η οποία, όπως γνωρίζουμε, έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) θα μπορούσε από την πλευρά της, σύμφωνα με τον Υπουργό να αποκτήσει τίτλους που θα εκδοθούν από την ΕΤΕπ.
Να υπενθυμίσουμε ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ αφορά πρακτικά τις εξαγορές του δημόσιου χρέους κρατών μελών, εκτός από την Ελλάδα. Ο λόγος είναι ότι οι αγορές αυτές προσδιορίζονται κατ ‘αναλογία προς το ποσοστό συμμετοχής της καθε εθνικής κεντρικής τράπεζας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Οι μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, είναι πολύ λίγες (περίπου 2%). Εάν η βιωσιμότητα του χρέους των μεγαλύτερων κρατών σίγουρα θα βελτιωθεί από τη νέα πρακτική της ΕΚΤ, δεν αφορά το ελληνικό χρέος. Σχετικά με τις επιπτώσεις αυτών των αγορών στην πραγματική οικονομία, θα πρέπει να αξιολογηθούν και να επιβεβαιωθούν σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές.
Η πρόταση του Έλληνα Υπουργού, η οποία θέλει να συνδυάσει την πρακτική της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με μια μαζική δέσμευση της ΕΤΕπ, θα έχει, σύμφωνα με τον ίδιο, άμεση επίδραση βοηθώντας στην υποστήριξη των παραγωγικών επενδύσεων στην Ευρώπη και ως εκ τούτου στην Ελλάδα. Η σημερινή μείωση των δημόσιων επενδύσεων θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Υπουργό να σταματήσει -χωρίς πρόσθετο χρέος ή πρόσθετες μεταβιβάσεις φορολογικών εσόδων-, και να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές.
Yπάρχουν δύο ειδών επιφυλάξεις όσον αφορά την πρόταση του Έλληνα Υπουργού. Ο Υπουργός υπερασπίζεται μια ομοσπονδιακή Ευρώπη η οποία είναι αμφίβολο αν υπάρχει στην ημερήσια διάταξη των εταίρων στην Ευρώπη, πόσο μάλλον σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Επιπλέον, βραχυπρόθεσμα και ειδικότερα όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της ΕΚΤ και της Ελλάδας, είναι δύσκολο να ξεχάσουμε ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για την Ελλάδα. Πράγματι, στις 4 Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ έκοψε μια πηγή χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου: τα ομόλογα που εκδίδονται από το ελληνικό δημόσιο δεν γίνονται δεκτές από την ΕΚΤ ως εγγύηση σε αντάλλαγμα για να δανείζει η ΕΚΤ τις ελληνικές τράπεζες. Στις 25 Μαρτίου, η ΕΚΤ έδωσε κατεύθυνση στις ελληνικές τράπεζες να σταματήσουν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα προκειμένου να μην τεθεί σε περαιτέρων κίνδυνο ο ισολογισμός τους.
Αν και μερικοί μπορεί να το θεωρήσουν λυπηρό, η συνέχιση αυτής της κατεύθυνσης φαίνεται δύσκολη, παρά τις καλύτερες σχέσεις που ο ‘Ελληνας Υπουργός Οικονομικών προσπαθεί να οικοδομήσει με τον Πρόεδρο της ΕΚΤ.
Η μετατροπή του χρέους σε πιστοποιητικά επενδύσεων
Υπάρχει κατά την άποψή μας, ένας άλλος τρόπος για να χαλαρώσει η θηλιά του χρέους : να μειωθεί το χρέος της χώρας χωρίς να ακυρωθεί, επιλέγοντας τον μετασχηματισμό των απαιτήσεων προς την Ελλάδα από κάθε ευρωπαϊκό κράτος που το επιθυμεί σε πιστοποιητικά επενδύσεων.
Πρόκειται για διμερή δημόσια κονδύλια που θα δημιουργηθούν και θα διακρατούνται ισομερώς από τους δημόσιους φορείς των χωρών που συμμετέχουν δηλαδή μεταξύ της δημόσιας Τράπεζας Επενδύσεων της χώρας που έχει απαιτήσεις και την αντίστοιχη τράπεζα στην Ελλάδα. ‘Ενα τέτοιο ταμείο, που θα δημιουργηθεί ως εξαίρεση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις λόγω των περιστάσεων, θα έχει ως αποστολή να επενδύσει σε παραγωγικές επενδύσεις με στόχο τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού συστήματος παραγωγής, να αυξήσει τη συνολική αποδοτικότητα του, να το ενσωματώσει σε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης, οικολογικής και ανθρώπινης ανάπτυξης και να αυξήσει την παραγωγική του ικανότητα σε τομείς που είναι ιδιαίτερα ανεπαρκείς όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο.
Το ταμείο θα έχει στη διάθεση του μια ομάδα εμπειρογνωμόνων, υπεύθυνων για την ανάλυση, την επιλογή των επενδύσεων και την παρακολούθηση της εφαρμογής τους. Θα γίνονται επενδύσεις σε νέες κοινές επιχειρήσεις, σε προσφορές πίστωσης, σε συμμετοχές κεφαλαίου (ή σε συνδυασμό και των δύο, με συμμετοχικά δάνεια που μπορούν να μετράνε ως κεφάλαια της επιχείρησης) σε ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις ή σε θυγατρικές ξένων επιχειρήσεων.
Μια βασική ρήτρα που θα πρέπει να θεσπιστεί είναι η κυριότητα του ελέγχου από το ελληνικό κράτος των επενδύσεων αυτών.
Το ταμείο θα χρηματοδοτηθεί ανάλογα με τις διαγραφές χρεών που θα γίνουν δεκτές από τις πιστώτριες χώρες, και η συμμετοχή στο κοινό ταμείο επενδύσεων θα κατανέμεται ισομερώς μεταξύ του κράτους οφειλέτη (Ελλάδα) και το κράτος πιστωτή. Με άλλα λόγια, αντί να χρησιμοποιείται το πρωτογενές πλεόνασμα για την εξόφληση των πιστωτών της Ελλάδας, θα μετατρέπεται σε παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα, στις οποίες οι πιστωτές θα έχουν κάποια δικαιώματα. Αυτό απαιτεί ένα πρωτογενές πλεόνασμα (που υπάρχει σήμερα).
Αλλά οι θυσίες που απαιτούνται από τον ελληνικό λαό δεν θα είναι στείρες: θα οδηγήσουν σε επενδύσεις, στην απασχόληση, στην αύξηση του ΑΕΠ, εξασφαλίζοντας μια ανάκαμψη η οποία θα επιτρέψει την αποπληρωμή του χρέους. Αυτή η μετατροπή του χρέους θα μπορούσε επίσης να ρυθμιστεί με βάση το διαθέσιμο πρωτογενές πλεόνασμα.
Εάν η Ελλάδα δεν βρει αρκετούς πόρους για να ξεκινήσει αυτό το σύστημα, με άλλα λόγια, εάν το πλεόνασμα είναι περιορισμένο ή αν η κινητοποίηση των εθνικών αποταμιεύσεων είναι ανεπαρκής, μπορεί να προσφύγει σε νέες εισερχόμενες άμεσες επενδύσεις υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές εντάσσονται στην προοπτική του προγράμματος ανάπτυξης που θα οριοθετήσει η κυβέρνηση. Θα μπορούσε επίσης να επιτευχθεί ο επαναπατρισμός του ελληνικού κεφαλαίου που έχει φύγει στο εξωτερικό υπό φορολογικούς όρους που θα καθοριστούν στο πλαίσιο μιας «παραγωγικής αμνηστίας».
Η διάταξη θα συνοδεύεται από προνομιακές δυνατότητες, πράγμα που σημαίνει ότι οι αγορές εξοπλισμού από τις ελληνικές επιχειρήσεις θα είναι προσανατολισμένες με προνομιακό τρόπο προς τις επιχειρήσεις των χωρών που διαθέτουν πιστοποιητικά επενδύσεων.
Το ζητήμα του χρέους και η σχέση του με την ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων
Η πρόταση του Έλληνα Υπουργού Οικονομικών και η δική μας, συμφωνούν σε δύο σημαντικά σημεία. Το πρώτο είναι ότι δεν προτείνουμε καμία διαγραφή του χρέους. Το δεύτερο είναι ότι θεωρούμε πως η διευθέτηση του ζητήματος του χρέους πρέπει να συνδεθεί με τις επενδύσεις και την αναγκαία ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό γιατί η προέλευση του ελληνικού χρέους πρέπει να αναζητηθεί στη «δυσανάπτυξη» της Ελλάδας. Είναι επομένως φυσιολογικό ότι η έκβαση του προβλήματος του χρέους πρέπει να αναζητηθεί σε σχέση με την ανάπτυξη της χώρας.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ορθώς αντιστέκεται στις πιέσεις που δέχεται για να επεκτείνει τις πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων κυβερνήσεων και να συνεχίσει την πολιτική απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Δεν έχει ξεχάσει την ανάγκη για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Σήμερα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα βρίσκεται σε σταυροδρόμι προσπαθώντας να βρει έναν αποδεκτό τρόπο για να επιλύσει οριστικά το πρόβλημα του χρέους.
Με δεδομένη την πολιτική ατζέντα στην Ευρώπη, η οποία δεν είναι ευνοική για ένα “ομοσπονδιακό” άλμα, πιστεύουμε ότι η επιλογή της μετατροπής του χρέους σε πιστοποιητικά επενδύσεων είναι πιο αξιόπιστη και καρποφόρα σε σχέση με την πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
Εάν η κυβέρνηση στηρίξει την προαναφερθείσα πρόταση, παίρνει σημαντικό ρίσκο. Είναι επείγον να εξετάσει την εναλλακτική πρόταση που παρουσιάζουμε εδώ και που στείλαμε στην ελληνική κυβέρνηση, τον Φεβρουάριο. Η λύση που προτείνουμε έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα πως μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες εντός της ευρωζώνης οι οποίες βρίσκονται επίσης σε κρίσιμη κατάσταση, όσον αφορά το χρέος τους.
Gabriel Colletis
Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Τoulouse 1- Capitole (Γαλλία).
Jean-Philippe Robé
Δικηγόρος στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη.
Robert Salais
Πρώην διευθυντής της INSEE, ερευνητής στην Ecole Normale Supérieure (Cachan).
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Κάποια διδάγματα από την αποτυχία της αναδιάρθρωσης του…