thegreekcloud |12.05.2015 | 19:26
Κάπα Κάπα Μοίρης
Το τι υπήρξε, ιστορικά, το μπλόγκιν και ποια η σχέση του με την ‘λογοτεχνία’ (ας μείνει σε εισαγωγικά, μέχρι να αποφανθούν οι κριτικοί του μέλλοντος) έχει καταγραφεί κατά καιρούς από πολλούς. Δέκα λέξεις ακόμη δεν θα ρίξουν περισσότερο φως. Ο Τσιτσόπουλος είπε ότι ήταν -τα μπλογκζ- κάτι σαν το punk την εποχή που οι Genesis και οι Yes γράφαν τόμους επί τόμων. Ωραίο. Με κάποιες υποσημειώσεις και ψιλά γράμματα στο τέλος του συμβολαίου, αυτό ήταν πάνω κάτω. Την πορεία τη ζήσαμε. Σήμερα νομίζω μπορεί κάποιος να κάνει ταμείο, έτσι για την τιμή των λέξεων.
Αυτό που απέμεινε λοιπόν σήμερα είναι η εμμονή κάποιων (μέσα κι εγώ) να συνεχίσουν έστω αραιά και που να στρώνουν το καλό τραπέζι. Λινά τραπεζομάντηλα, πετσέτες, τα καλά σερβίτσια (όχι ακριβά, απαραίτητα), τα καλά ποτήρια. Και μαγειρευτό φαγητό, που πήρε λίγο χρόνο, είχε τον βάσανό του για να γίνει. Λίγο εμμονικός γεροντοκορισμός, συγγνώμη για την έκφραση και τον υπαινιγμό. Τα ετοιμάζεις όλα αυτά και περιμένεις επισκέψεις, να χτυπήσει το κουδούνι και να υποδέχεσαι κόσμο. Δέκα; δέκα. Πενήντα; πενήντα. Εκατό; εκατό. Χίλιοι καλοί; Κι αυτοί χωράγαν. Δεν είχαν όλοι οι μπλόγκερζ το ίδιο σπίτι, κάποια ήταν πιο μεγάλα από άλλα.
Τώρα κουδούνι δεν. Στρώνουμε, ξεστρώνουμε, τρώμε το φαγητό μονάχοι μας πολλές φορές γιατί είναι κρίμα να πεταχτεί, ξαναδιπλώνουμε τραπεζομάντηλο και πετσέτες, βάζουμε πίσω στο κουτί τους τα καλά μαχαιροπήρουνα. Αλλά θα ξαναστρώσουμε. Θες από γινάτι, θες από συνήθεια, θες γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς να στρωνόμαστε στο καλό τραπέζι, καθένας έχει κι έναν λόγο να περιμένει το κουδούνι να χτυπήσει.
Οι εννιά στους δέκα ως αντίδοτο στην σιωπή των κωδώνων (πολύ χειρότερη από αυτή των αμνών, διαπιστωμένο) ψήνουμε πλέον και λουκάνικα και ωραία βρώμικα στο δρόμο. Αυτό είναι το φέισμπουκ. Εκεί δεν μας χτυπάει κανείς κουδούνι αλλά χτυπάνε κάρτα, χτυπάνε λάικ, έχει περατζάδα, κάποιοι αγοράζουν, κάποιοι πιάνουν και κουβέντα, «μήπως να ΄ριχνες λιγότερη μαγιονέζα; στούμπωσα», δείχνουμε και φωτογραφίες από τα ωραία τραπέζια που στήνουμε στο σπίτι μη πάει εντελώς τσάμπα και το art de la table, κάποιοι σε βλέπουν εκεί κάθε μέρα κι ας μην αλλάξετε κουβέντα ή δεν παραγγείλουν ποτέ. Ωραία είναι, έστω κι αν η χαρτοπετσέτα πάει σύννεφο. Αλλά δεν μπορείς να ζεις ισόβια αγκαλιά με τα λινά που μπαινοβγαίνουν στα συρτάρια και τον σκώρο που καραδοκεί. Την θες να την νιώσεις την ανάσα, την αύρα του αναγνώστη δίπλα σου, κανείς δεν γράφει, κανείς δεν μαγειρεύει για να τσιμπολογάει μονάχος του.
Υπάρχουν και οι καντίνες βέβαια, το βαρύ πυροβολικό του φέισμπουκ. Αυτές που κόβουν ίσα με 1500 και 2000 βρώμικα βρέξει χιονίσει, και δυο και τρεις και πέντε φορές τη μέρα. Αλλά μπλόγκερζ (απ’ αυτό που εγώ εννοώ ως τέτοιο, τον Θας, την Νίμαντζ, την Ψιλικατζού, τον Ολντμπόι, τον Σραόσα, αυτή την αρχαία σκουριά, αυτούς τους Clash -εύγε Τσιτσόπουλε- της νέας λογοτεχνίας, κι ας λένε ότι δεν υπάρχει παλιά και νέα, ότι θέλουμε υπάρχει αρκεί να διαβάζεται) μέσα σε τέτοιες δεν θυμάμαι να συνάντησα και λέω «ευτυχώς». Γιατί once καντίνα, always καντίνα. No offense καντινιέρηδες.