Η δημοσιονομική κρίση αποτέλεσε ένα γενικότερο άλλοθι για μια πολιτική αφενός της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα. | AP Photo/Thanassis Stavrakis
efsyn | 19.05.2015, 14:30
Λίνος Κιούσης*
Θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά. Δεν είναι όμως. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό. Είναι η αγωνιώδης προσπάθεια της κοινωνίας να καταλάβει γιατί οι εκφραστές των συμφερόντων των δανειστών τάσσονται αναφανδόν υπέρ της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας, ενώ τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής εμφανίζονται άκρως αναποτελεσματικά, αν όχι απόλυτα καταστροφικά.
Πώς αποκωδικοποιούνται αυτά τα αντιφατικά μηνύματα;
Κατ’ αρχάς, με τον όρο λιτότητα προσδιορίζεται μια σειρά περιοριστικών πολιτικών που αποσκοπούν στη μείωση των δημόσιων δαπανών προκειμένου να εξοικονομηθούν οικονομικοί πόροι.
Είναι ξεκάθαρο ότι, σε κάθε περίπτωση, η λιτότητα είναι καταστροφική για τους εργαζόμενους.
Προσοχή όμως! Καταστροφική δεν σημαίνει λάθος, με την έννοια που της αποδίδουν οι επικριτές της.
Με άλλα λόγια, οι πολιτικές λιτότητας θα πρέπει να θεωρηθούν κεντρικός πυλώνας του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου, με το οποίο και είναι οργανικά συνδεδεμένες.
Σήμερα, ως κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης εμφανίζεται αυτό του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Πρόκειται για την οικονομική δραστηριότητα που προσδιορίζεται από ένα «νέο», παγκόσμιας εμβέλειας καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου που επιβάλλει τη μονοδιάστατη ισχύ, τη μέχρι αυθαιρεσίας ελευθερία και την αμετροεπή δραστηριότητα του κεφαλαίου – και δη, σε βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης, των δημοκρατικών ελευθεριών, της οικολογικής ισορροπίας, της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Πρόκειται για την ταξική, οικονομική/πολιτική, έκφραση συγκεκριμένων, ολιγάριθμων ελίτ που κυριαρχεί σε βάρος των συμφερόντων ολόκληρων κοινωνιών και μάλιστα υπό τον νομιμοποιητικό μανδύα της αναπτυξιακής προοπτικής.
Επί της ουσίας. Οπως είναι γνωστό, η ελληνική και η ευρωπαϊκή κρίση εμφανίζονται να έχουν προκύψει από τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και το (δημόσιο) εξωτερικό χρέος. Αρα, η πολιτική μείωσης των δημόσιων δαπανών θα μπορούσε να θεωρηθεί επιβεβλημένη(;!).
Εδώ, όμως, τίθεται ένα πρώτο πρόβλημα. Με τη δραστική μείωση των εισοδημάτων, πώς μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη;
Σε αντίθεση με το κεϊνσιανό μοντέλο της «ζήτησης» (απασχόληση → εισοδήματα → «ενεργός ζήτηση»), που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στηρίζεται στην πλευρά της «προσφοράς», ήτοι στην πολιτική κινήτρων υπέρ του κεφαλαίου, προκειμένου το τελευταίο να αναλάβει επενδυτικές και άλλες πρωτοβουλίες. Καθίσταται λοιπόν φανερό από πού προκύπτει η τάση της εντατικής και της εκτατικής εκμετάλλευσης της εργασίας.
Συνεπώς, η δημοσιονομική κρίση για την οποία όχι απλώς μας στηλίτευσαν αλλά και μας «τιμώρησαν» τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι οικονομικοί διεθνείς οργανισμοί και οι αγορές, αποτέλεσε ένα γενικότερο άλλοθι για μια πολιτική αφενός της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα και αφετέρου της αναδιοργάνωσης των οικονομικών και κοινωνικών δομών, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Οι πολιτικές λιτότητας, όμως, συνδέονται και με τις περίφημες μεταρρυθμίσεις.
Με τον όρο μεταρρυθμίσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση, νοούνται όλες αυτές οι θεσμικές και πολιτικές δομικές παρεμβάσεις που προωθούν την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Σχηματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η λιτότητα εμφανίζεται σαν οικονομικός και κοινωνικός οδοστρωτήρας. Επί των ερειπίων που προκαλεί, έρχονται οι μεταρρυθμίσεις να «αναπλάσουν» τις οικονομικο-κοινωνικές δομές, σύμφωνα με συγκεκριμένα συμφέροντα.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια διττή διαδικασία αποδόμησης και ανοικοδόμησης μιας νέας κοινωνικής-οικονομικής πραγματικότητας.
Εφεξής, οι αγοραίες μεταρρυθμίσεις θα αποτελούν τους πυλώνες μιας μόνιμης εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης των εργαζόμενων και της κοινωνίας.
Μεταξύ των πυλώνων προώθησης αυτών των μεταρρυθμίσεων θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οι διεθνείς οργανισμοί.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας συζητιούνται και προωθούνται, στο πλαίσιο των θεσμικών ρυθμίσεων της Ε.Ε., όλες αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» που αποβλέπουν: σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, στην ολοκληρωτική συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στο στόχαστρο της κριτικής μας δεν πρέπει να τεθούν απλώς η πολιτική της λιτότητας και τα αντίστοιχα μνημόνια, αλλά το ίδιο το μοντέλο του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Αυτό σημαίνει τρεις, τουλάχιστον, βασικές πολιτικές υποχρεώσεις:
(α) την σε βάθος κατανόηση της σημερινής κρίσης, που προκαλείται τόσο από την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού (μέσω της διαδικασίας «αποδόμησης-ανοικοδόμησης») όσο και από τις κρίσεις που «γεννά» το συγκεκριμένο μοντέλο (όπως συνέβη το 2008),
(β) την έμπρακτη αμφισβήτησή του μέσω της ιδεολογικής του αποδόμησης,
(γ) την ολοκληρωτική του ανατροπή μέσω της προβολής ενός άλλου, διαφορετικού και, κυρίως, ανθρωποκεντρικού μοντέλου.
*δρ Οικονομικών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: