Πρέσβυς ε.τ.
Τα τερατώδη εγκλήματα του ακραίου ισλαμικού ISIS είναι η κορυφή του παγόβουνου μίας θεμελιακής αλλαγής στα πολιτικά προβλήματα της Μέσης Ανατολής, που έχει ως έμβλημά της την επιστροφή στον «ιερό» θρησκευτικό πόλεμο (1618 – 1648) σε όλη της την έκταση την βαρβαρότητα και την φρίκη των ιερών πολέμων. Κατόρθωσε όμως να εγκαινιάσει με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) μία νέα περίοδο και να θέσει τις βάσεις του ισχύοντος ακόμη μέχρι σήμερα διεθνούς διακρατικού συστήματος.
Τι συμβαίνει τώρα στη Μέση Ανατολή; Πώς εξηγείται η αιφνίδια παλινδρόμηση στον πιο πρωτόγονο και ακραίο Ισλαμισμό και θρησκευτικό φανατισμό, που εξελίσσεται στη στρατηγική βάση ενός επικίνδυνου παγκοσμιοποιημένου Τζιχαντισμού;
Η πρώτη πράξη του δράματος στη Συρία άρχισε με την επίφαση της δημοκρατίας. Μετά τις επαναστάσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, ήρθε η σειρά της. Φάνηκε όμως γρήγορα πως η προσδοκώμενη ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ δεν μπορούσε να επιτευχθεί ούτε με «αυθόρμητες» διαδηλώσεις ούτε με διάσπαση του στρατού ή αποστασιοποίησή του από το καθεστώς. Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, σε συνεργασία με την Τουρκία, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, ανέλαβαν να υποστηρίξουν με όπλα, χρήματα, εφόδια κάθε είδους και εκπαίδευση, τους υποτιθέμενους «μετριοπαθείς» και «δημοκράτες» αντάρτες που μάχονταν για το καθεστώς. Η αιφνίδια όμως ανάδυση του ISIS και η επέλασή του στο Ιράκ και τη Συρία κατέστησαν φανερό ποιες δυνάμεις είχαν τον έλεγχο στο πεδίο της μάχης στη Συρία.
Θα ανέμενε κανείς ότι μετά την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η βοήθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους προς τους αντάρτες της Συρίας καταλήγει στους ακραίους ισλαμιστές και εκτρέφει τον Φρανκεστάιν του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Νούσρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανεξέταζαν την πολιτική τους. Συνεχίσθηκε, όμως, η ίδια πολιτική. Επισήμως, οι ΗΠΑ έχουν συστήσει συνασπισμό σαράντα κρατών, τα οποία τάσσονται κατά του Ισλαμικού Κράτους και αρκετά απ’ αυτά συμμετέχουν σε βομβαρδισμούς εναντίον του. Πώς εξηγείται όμως η επιβίωση και προέλαση του Ισλαμικού Κράτους, με ανανεωμένες και ενισχυμένες δυνάμεις, στη Συρία και το Ιράκ; Πώς εξηγείται, επίσης, η προέλαση της Αλ Νούσρα στη Συρία;
Είναι φανερό ότι στο πολυδαίδαλο σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών συνυπάρχουν και ασκούνται παράλληλες και αντιφατικές πολιτικές. Οι καταβολές ορισμένων από τις πολιτικές αυτές ανάγονται στον πρώτο πόλεμο του Αφγανιστάν, όταν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες υπεστήριξαν δυναμικά το ισλαμικό αντάρτικο κατά των Σοβιετικών. Καρπός της πολιτικής αυτής ήταν, στη συνέχεια, η Αλ Κάιντα.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ, παρά το προηγούμενο της Αλ Κάιντα και την τραγωδία των Δίδυμων Πύργων, δεν εγκατέλειψαν την ιδέα και την πρακτική να χρησιμοποιούν τον ακραίο Ισλαμισμό ως τακτικό γεωπολιτικό όπλο κατά των Ρώσων. Αντιμετωπίζουν για τον λόγο αυτό ακόμη και σήμερα το Ισλαμικό Κράτος ως ένα κεφάλαιο που πρέπει να βοηθήσει τους γεωπολιτικούς τους σχεδιασμούς στην περιοχή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Συρίας, δεν πρέπει, κατ’ αυτή τη λογική, η αντίθεση στο Ισλαμικό Κράτος να οδηγήσει στην επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ.
Η ανατροπή του τελευταίου επιδιώκεται, κατά πρώτο λόγο, για την εξάλειψη της Συρίας ως ερείσματος της Ρωσίας στη Μεσόγειο και τον αραβικό κόσμο και ως συμμάχου του Ιράν, που διασυνδέεται και με τους σιίτες του Λιβάνου και τη δυναμική τους οργάνωση, τη Χεζμπολάχ.
Κατά δεύτερο λόγο, γιατί η επιδιωκόμενη γεωπολιτική αλλαγή στη Συρία συνδέεται με ευρύτερους σχεδιασμούς που αφορούν στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης από εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως αυτές του Κατάρ. Το τελευταίο διαθέτει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου και θα μπορούσε θεωρητικά να αναπληρώσει πολύ μεγάλο μέρος των αναγκών της Ευρώπης, οι οποίες καλύπτονται σήμερα από τη Ρωσία. Για τον σκοπό αυτό η ανατροπή Άσαντ θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου που θα έφτανε από το Κατάρ στις ακτές της Μεσογείου και στην Ευρώπη.
Κατά τρίτο λόγο, η ανατροπή Άσαντ θα μπορούσε να δημιουργήσει νέο ισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ σουνιτών και σιιτών, για το οποίο πιέζουν έντονα οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, Κατάρ και Σαουδική Αραβία, αλλά και η Τουρκία, η κάθε χώρα για τους δικούς της ιδιαίτερους σκοπούς.
Η Σαουδική Αραβία θέτει ως πρώτη προτεραιότητα τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν, η επιρροή του οποίου προεκτείνεται στο Ιράκ, όπου οι σιίτες αποτελούν πλειοψηφία, και στη Συρία, όπου οι αλαουίτες, δόγμα συγγενές προς τους σιίτες, είναι μειοψηφία, αλλά ασκούν επιρροή δυσανάλογη προς το αριθμητικό τους ποσοστό χάρη στις σχέσεις τους με τον Πρόεδρο Άσαντ.
Το Ιράν ασκεί επίσης, μέσω Συρίας, επιρροή στον Λίβανο, όπου οι σιίτες είναι πλειοψηφία στον μουσουλμανικό πληθυσμό και έχουν καλύτερες και φιλικότερες σχέσεις με τους χριστιανούς του Λιβάνου.
Η Σαουδική Αραβία είχε κατακρίνει έντονα τους αμερικανούς για την παραχώρηση της εξουσίας στην σιιτική πλειοψηφία στο Ιράκ μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Άρχισαν ήδη από τότε να υποστηρίζουν, με χρήματα και όπλα, ακραίες σουνιτικές ομάδες και κινήματα. Η παρεμβολή της στο Ιράκ πήρε ενεργότερο και μαζικότερο χαρακτήρα μετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ.
Στρατηγικός στόχος της Σαουδικής Αραβίας είναι η επαναφορά των σουνιτών στην εξουσία στο Ιράκ ή η δημιουργία ανεξάρτητου σουνιτικού Ιράκ, το οποίο να συνδυασθεί με ανατροπή του Άσαντ στη Συρία και κατάληψη της εξουσίας από την σουνιτική πλειοψηφία σ’ αυτή.
Το Κατάρ, ο πληθυσμός του οποίου είναι μισό εκατομμύριο περίπου, ακολουθεί μία πολύ φιλόδοξη και μεγαλεπήβολη πολιτική, που είναι δυσανάλογη με τον πληθυσμό του, αλλά βασίζεται στον μυθικό πλούτο που συσσωρεύει από τα τεράστια αποθέματά του σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Το Κατάρ είχε ενεργό παρέμβαση στη λεγόμενη «αραβική άνοιξη» και υποστήριξε, σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία, τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο και ισλαμικά κινήματα στη Λιβύη και αλλού.
Η Τουρκία επιδιώκει, επίσης για τους δικούς της λόγους, την ανατροπή του Άσαντ στη Συρία, στο πλαίσιο των νεοοθωμανικών της φιλοδοξιών και των γεωπολιτικών της υπολογισμών στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ό,τι αφορά στη Μέση Ανατολή, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψιν τον κουρδικό παράγοντα. Ένα φιλικό ή ελεγχόμενο από αυτή καθεστώς στη Συρία, θα της επέτρεπε να χειρισθεί από πολύ καλύτερη θέση το θέμα των Κούρδων της Συρίας, που διασυνδέονται με τους Κούρδους της Τουρκίας.
Την ίδια ανησυχία και το ίδιο ενδιαφέρον εκδηλώνει η Άγκυρα για τους σουνίτες του Ιράκ, που αποτελούν αντίβαρο στους Κούρδους της Συρίας, αλλά και του Ιράκ. Προφανώς, η εγκαθίδρυση ενός φιλικού και γεωπολιτικά επικυριαρχούμενου καθεστώτος στη Συρία θα είχε πολύ ευρύτερη σημασία για την Άγκυρα, ιδίως για τις φιλοδοξίες της στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, εάν κατόρθωνε παραλλήλως να επιβάλει στην Κύπρο μία «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν, που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την αντικαθιστούσε με ένα μόρφωμα, χωρίς καμία πραγματική κυριαρχία, δύο «ίσων συνιστώντων κρατών»!
Επικίνδυνη η ανάκαμψη του ακραίου Ισλαμισμού
Οι υποκείμενες μεγαλεπήβολες γεωπολιτικές φιλοδοξίες στην περιοχή, κατ’ αρχάς των ΗΠΑ αλλά και, κατά δεύτερο λόγο, των χωρών που αναφέρθηκαν παραπάνω -και οι οποίες είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ-, εξηγούν κατά πολύ γιατί οι ακραίοι ισλαμιστές και ειδικότερα το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι τόσο απομονωμένοι όσο επισήμως διακηρύσσεται και γιατί εξακολουθούν να προελαύνουν στη Συρία και το Ιράκ, παρά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς.
Είναι προφανές ότι ενισχύονται με άνδρες, χρήματα και βαρύ οπλισμό. Ανακοινώθηκε, άλλωστε, επισήμως συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία για την εκπαίδευση αλλά και τον εξοπλισμό «μετριοπαθών» ανταρτών στη Συρία για τη συνέχιση του αγώνα για την ανατροπή του Άσαντ. Ο προσδιορισμός τους ως «μετριοπαθών» δεν καθησυχάζει γιατί και οι σημερινοί ακραίοι του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Νούσρα ήταν προηγουμένως «μετριοπαθείς». Ο διπλός ρόλος της Άγκυρας είναι επίσης γνωστός σε σχέση με το Ισλαμικό Κράτος, αλλά και την Αλ Νούσρα.
Σε ό,τι αφορά τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ο Ισλαμισμός και η στήριξη και διάδοση του σουνιτικού Ισλάμ, αποτελούν επίσημη κρατική ιδεολογία, πολιτική και αγωνιστικό ιδεώδες. Η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ επεδείκνυαν μέχρι προσφάτως ένα ηθελημένα χαμηλό προφίλ και έπαιζαν σχετικά περιθωριακό ρόλο στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Ο σημερινός ζηλωτισμός τους, όπως και της Τουρκίας, σε συνδυασμό με μεγαλεπήβολες γεωπολιτικές φιλοδοξίες και τα οικονομικά μέσα που διαθέτουν, δημιουργούν ένα πολύ εκρηκτικό μείγμα. Το τελευταίο επαναφέρει, με τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, ασύλληπτες βαρβαρότητες του παρελθόντος, που παρουσιάζονται ως δήθεν οικουμενικό, θρησκευτικό και πολιτικό ιδεώδες.
Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις αυτές, με τις δικές τους γεωπολιτικές επιδιώξεις και τον δικό τους γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία, προσδίδει ακόμη πιο επικίνδυνες διαστάσεις στην περιφερειακή κρίση στη Μέση Ανατολή. Τη διασυνδέει εκ των πραγμάτων με την κρίση στην Ουκρανία και την αναταραχή στα Βαλκάνια.
«Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» έλεγαν οι αρχαίοι. Μετά την εμπειρία της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, είναι τραγικό να συνεχίζεται ακόμη η διπλή πολιτική, όπως και η συμπαιγνία με τον ακραίο Ισλαμισμό, για δήθεν γεωπολιτικούς λόγους, καθώς επίσης η συμμαχία, για τον σκοπό αυτό, με χώρες που έχουν εκλεκτική συγγένεια με τον ακραίο Ισλαμισμό και Τζιχαντισμό και επιδιώκουν την προαγωγή του. Αυτό που χρειάζεται είναι η επανεξέταση της πολιτικής, το ανυποχώρητο μέτωπο ενάντια στη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό και την βαρβαρότητα και η επαναφορά ως θεμελιακής αρχής της ιδέας της συλλογικής ασφάλειας. Αυτής που διεκήρυξε ο Ισοκράτης ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 291