Στον Μήτσο Μ. , ναυπηγό στην Κινεζική πόλη Γουαντσού
Η Λούσσι κείνο το βράδυ ψηνότανε για παρτουζίτσα. Χόρευε ξυπόλυτη
– «μυστήριες ώρες, το μπαρ αδειανό, με σκληρά ροκ εντ ρολ, στριφογυρνάς στην πίστα» –
επιδεικνύοντας τις ξηρές και σκασμένες φτέρνες της, πατώντας με τις πατούσες της πιτσιλιές ποτού, απ’ αυτό που χύνεται στο ξύλινο πάτωμα, σαν σκουντήξεις τους μεθυσμένους, ρωτώντας τους προς τα που είναι η τουαλέτα. Ζουμερή και χτικιάρα μαζί, αλλού γερασμένη κι αλλού σφριγηλή, σε τράβαγε και σε απωθούσε μαζί. Μυστήριο πράμα! Έζεχνε η ανάσα της Stella Artois και ξινισμένο αέρα κάθε φορά που το στόμα της έσπρωχνε βίαια προς τα έξω τα λίγα κι αστεία, σπαστά ελληνικά της. Βέλγα, Γαλλίδα, Σουηδέζα; Θα σε γελάσω! Η Λούσσι έμενε σε κάποιο σκάφος. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε μέσα απ’ τη τζαμαρία. Τα κατάρτια μπλεγμένα κλαδιά, τα κατάρτια ακανόνιστα σημάδια από τρεμάμενη βελόνα σεισμογράφου, πότε κοντύτερα και πότε ψηλότερα από τις πολυκατοικίες, τα κατάρτια διάκοσμος στην οριογραμμή του ορίζοντα της πόλης … Πασαλιμάνι, το αιώνιο, το πάντα ξάγρυπνο ενδιαίτημά μας!
Ξυπνήσαμε οι τρεις μας από μια δέσμη φωτός που τρύπωνε με ρεσάλτο διαρρήκτη μέσα απ’ το φινιστρίνι. Μέσα της χόρευαν, αιωρούμενα σωματίδια, σκόνη και καπνός, σωστοί κοσμοναύτες! Έπεφτε το φως πάνω στην ταλαιπωρημένη Λούσσι, λιάζοντας τον θώρακά της. Εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή. Το ψόφιο σπέρμα στο λαιμό και στα στήθη της λαμπύριζε, φάνταζε με ψηφίδες από σεντέφι … φίλντισι και ταρταρούγα τα ξεραμένα χύσια μας. Το σώμα της, σώμα μπουζουκιού που το’ χαν πιάσει, το ‘χαν κουρντίσει, το ‘χαν χουφτώσει, πενιά την πενιά, δυο δεξιοτέχνες – ψωλαράδες, βιρτουόζοι- του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέσα σε μιαν ορθόδοξη κι ιερά ολονυχτία, σηκώναμε τα βυζιά της ψηλά, τα πόδια της ψηλότερα, σα λιτανεία.
Τα θυμάμαι όλα αυτά τώρα που τηγανίζω αυγά. Οι πιο θαυμαστές απ’ τις θαυμάσιες αναμνήσεις, οι πιο αλλόκοτες απ’τις πιο σκοτεινές σκέψεις, με κατακλύζουν συχνά κατά τη διάρκεια απλών,ανούσιων, καθημερινών δραστηριοτήτων. Τηγάνισμα, χέσιμο, πλύσιμο, ξάπλα. Θυμάμαι τα πρώτα μας βιαστικά τσιμπούκια σε κάποιο επταώροφο γιαπί, τρίτη και τελευταία φάση της αντιπαροχής, κοπάνα από το φροντιστήριο, αγχωμένη η συμμαθήτρια, εμείς που μεγαλώσαμε τη δεκαετία του 90’, φιγούρα και λεφτά, SEGA, Πασόκ και Ίμια.
Ονειρεύομαι πως κάνω έρωτα με το κορίτσι της πρωινής εκπομπής. Το έχουν βάλει χάμω και του βάφουν το πρόσωπο, του χτενίζουν τα μαλλιά, πασαλείβουν τα μπούτια του με λοσιόν για την κυτταρίτιδα από βρασμένα φύκια, μέλια κι αντιοξειδωτικούς καφέδες. Μα εκείνο δεν μιλά, δουλειά του να μη μιλά, μόνο βουβά κοιτάζει με βλέμμα χαμένο το μάτι της κάμερας. Ποιος φέρνει τα ρομπότ πριν να ‘ρθει η εποχή τους;
Δεν μπορεί η ζωή να είναι μόνο γαμήσι, κάτι άλλο θα υπάρχει. Με κυριεύουν τα μεγάλα ερωτήματα. Γίνομαι Αντόνιους Μπλοκ. Γίνομαι Τελόνιους Μονκ. Σκακιστής και πιανίστας, πατώ πάνω σε πλήκτρα-ερωτήσεις, κάνω ροκέ στην περιέργεια. Τα βράδια κοιμάμαι με αναμμένο το φωτάκι του απορροφοτήρα, τριάντα χρονών άνδρας, φοβάμαι τον μπαμπούλα της ντουλάπας κι εκείνο το τέρας, το υποδόριο στην πέτσα της χώρας.