Κάπα Κάπα Μοίρης | 29.05.2015 | 23:16
Ανεβαίνοντας τους διπλούς δρόμους (ένας είναι αλλά έτσι τον λέμε οι μεγαλοπιασμένοι επαρχιώτες, οι συνηθισμένοι στα στενούρια και τις αντιπαροχές που δεν αφήσαν χώρο ούτε για έναν δρόμο της προκοπής ανάμεσά τους) πρώτα συναντάς τον φούρνο.
Στους φούρνους συνήθως πας για ψωμί, για κουλούρια, για κουλουράκια, για λειτουργιές, για παξιμάδια, για κανένα τσουρέκι άμα σε πιάσει η λιγούρα.
Σ’ αυτόν τον φούρνο αν έχεις σώες τις ορμόνες πας για να δεις τα πόδια της φουρνάρισσας. Είτε κλεισμένα μέσα σε παντελόνια είναι, είτε σε αεράτα φορέματα μέχρι το γόνατο όταν καλοκαιριάζει, είτε κρυμμένα πίσω από αλευρωμένη ποδιά, είτε φανερώνονται μπροστά σου σ’ όλο τους το μεγαλείο. Κοντεύει τα σαράντα, αν δεν τα πέρασε κιόλας. Δεν έχει νόημα να περιγράψω με ποιάν μοιάζει, τι χρώμα μαλλιά έχει, πόσες γωνίες ή κούρμπες έχει το πρόσωπό της, αν τα μάτια της μοιάζουν με αμύγδαλα ή με θάλασσες, δεν τα ‘χω αυτά τα ποιητικά, μόνο τα πόδια της κοιτάζω όταν -κάθε Σάββατο, μόνο- μπαίνω για ψωμί.
Ποτέ άλλη μέρα, μόνο Σάββατα. Τις καθημερινές αυτό το θέαμα στριμώχνεται, ασφυκτιά, χλωμιάζει, εξαϋλώνεται μέσα στις τριβές, τη δουλειά, τις φασαρίες, τα must do και τα ‘ω γαμώτο, το ξέχασα πάλι αυτό’. Πρέπει να δώσεις σ΄αυτά τα πόδια χώρο να αναπνεύσουν για να ρουφήξουν κι αυτά -με τη σειρά τους- όλο το οξυγόνο και το μεδούλι σου μαζί, περιμένοντας από την άλλη πλευρά του πάγκου να σου δώσει τα χωριάτικα, τα αγιορείτικα, τα ολικής και μαζί τα ρέστα από το δεκάρικο (ποτέ ακριβές αντίτιμο στην πληρωμή, όσο την ταλαιπωρείς να ψάχνει τόσο πιο καλά) κοιτάζοντάς την από την μέση και κάτω. Κι εκείνη να απολαμβάνει, αυτό θέλουμε να φανταζόμαστε οι αφελείς, το ξεγύμνωμα, χαμογελώντας τόσο όσο το θάρρος μας να μην αποχωριστεί το λουρί του, ακούγοντας αυτά τα «πάρε τα ρέστα σου λιγούρη και άσε με να κάνω τη δουλειά μου» ουδέποτε ειπωμένα αλλά βροντερά. Βέβαια η Shakira το έχει διατυπώσει λεπτομερώς και επαρκέστατα αλλά τι να ξέρουν οι φουρνάρισσες από hips και lies, κάθε φορά που μπαίνω όλο Πλούταρχο και Πλιάτσικα συναντούν τ’ αυτιά μου. Τα τόσο ριγμένα σε σχέση με τα μάτια.
Ακριβώς δυο γωνίες πιο πάνω, στην ίδια λεωφόρο (είπαμε, κατάλοιπα επαρχίας) είναι το μικρό μπακάλικο απ’ όπου παίρνω μόνο δυο γάλατα κάθε Σάββατο. Τίποτε άλλο, ούτε καν τσιγάρα την εποχή του μεγάλου τσιγαρολιμού. Εκεί ζει η άλλη.
Εκείνη -σαρξ εκ της σαρκός των πιο υγρών εφηβικών ονείρων μας- είναι πάντα έξω, χειμώνα καλοκαίρι, με ένα τσιγάρο να κάνει βόλτα στα χείλια της. Το ένα χέρι της κάτω απ’ τη μασχάλη, σα να χαιδεύει τα πλευρά της ακουμπισμένο πάνω στο τρισδιάστατο, τετραδιάστατο, κάτι τέτοιο, στήθος της, το άλλο χέρι υπάρχει μόνο για να πηγαίνει το τσιγάρο στο στόμα, τις στάχτες στα πεζοδρόμια, τα μάτια όλων των αρσενικών πάνω της. Αν είναι πολύ πρωί, φοράει μια ζακέτα το χειμώνα, ένα ζακετάκι το καλοκαίρι. Κι ένα φόρεμα, σαν αυτά που φόραγαν -τότε που βγαίναμε μαζί τους στο σινεμά- η Λάουρα, η Ορνέλα, η Κλαούντια, η Στεφανία. Με δυο κουμπιά χαμηλά που αρνούνται γινατσίδικα να ζευγαρώσουν με τις τρύπες δίπλα τους. Για να μας κρατάνε σε δια βίου ομηρία, όσο αντικρίζουμε γόνατα -και δυο σπιθαμές ψηλότερα- που γυαλίζουν και μοσχοβολάνε κρέμες σώματος και καθαρή σεντονίλα.
Ξέρει καλά τι κάνει. Είναι μια ζωντανή πενηντάρα παγίδα που μας στέλνει όλους μέσα, στα ψυγεία, στα ράφια, στα καφάσια, στο ταμείο όπου παραμονεύει ο άντρας της (μια χλιαρή, ανάξια περιγραφής περίπτωση ανδρός) για να καταθέσουμε τα διόδια, το αντίτιμο αυτού που τα μάτια μας εισπράξαν στην είσοδο.
Αυτά συμβαίνουν τα Σάββατα στους διπλούς δρόμους. Νομίζω ότι εν μέσω του ζόφου που τελειωμό δεν έχει εδώ και πέντε χρόνια και ο,τι και να σκεφτείς, πεις, γράψεις γι αυτόν δεν ξορκίζεται ούτε αμβλύνεται, αυτά τα Σάββατα, αυτές οι δυο αράχνες, αυτός ο δρόμος, τα ψίχουλα στον πάγκο, οι στάχτες στο πεζοδρόμιο, είναι ένας έντιμος συμβιβασμός ανάμεσα στην πτώχευση και την σωτηρία της ψυχής. Που, έχει δίκιο ο ποιητής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα.