Κώστας Παπαπαναγιώτου
Θα μπορούσε να είναι χρησμός της Πυθίας – αν αλλάξει η θέση του κόμματος, αλλάζει το νόημα- αλλά, δεν είναι. Πρόκειται για ξεκάθαρη θέση. Για τους λόγους που θα παρουσιάσω ευθύς αμέσως.
Όμως γιατί δημοψήφισμα; Πρώτ’ απ’ όλα γιατί αυτή καθαυτή η διενέργειά του συνιστά πράξη ανυπακοής για τα δεδομένα της σημερινής Ε.Ε. Το δίδυμο Μερκοζί δεν δίστασε να γκρεμίσει την κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου για να το απαγορεύσει. Άρα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, δείχνει εντός και εκτός της χώρας, οτί ο λαός είναι –ξανά- κυρίαρχος. Δείχνει στην πράξη ότι μια αριστερή κυβέρνηση δεν άγεται και φέρεται, δεν εκβιάζεται, αλλά υπακούει στις εντολές του λαού που την εξέλεξε. Βεβαίως, γνωρίζει τις δυσκολίες, τα στενά περιθώρια, τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτούν οι διεθνείς σχέσεις, αλλά, σε ζητήματα αρχής όπως είναι το θέμα της λαϊκής κυριαρχίας, δεν συμβιβάζεται γιατί τότε θα ήταν σαν να αρνείται τον εαυτό της.Η διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» φθάνει στο τέλος της, δηλαδή σε κάτι σαν τελεσίγραφο από την πλευρά τους, μια πρόταση που θα συνοδεύεται από ένα σαφές “take it or go away”. Βεβαίως, για να δούμε αυτό το τέλος οφείλαμε να καθυστερήσουμε μια πληρωμή, ενδεχομένως δε, να εξαναγκαστούμε στην αθέτησή της στο τέλος του μήνα. Πρέπει να πεισθούν ότι σοβαρολογούμε και-δυστυχώς- δεν έχουν αντιληφθεί την κολοσσιαία αλλαγή που συντελέστηκε στον τόπο μας. Όποιος νόμιζε ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να λήξει πολιτισμένα, να τα βρούμε κάπου στη μέση χωρίς ακρότητες, μάλλον εθελοτυφλούσε. Αρκετά στοιχεία για τον τρόπο που πολιτεύονται οι θεσμικοί παράγοντες έχουν βγει στη δημοσιότητα από το 2010 ως σήμερα, συνεπώς δεν μπορεί κανείς να χτίζει ρεαλιστικά την πολιτική του βασιζόμενος στις πομφόλυγες περί αλληλεγγύης που εκστομίζονται κατά καιρούς on camera.
Καθώς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν γίνει δημοψηφίσματα για το Μάαστριχτ, το ευρωσύνταγμα και άλλα μείζονα ζητήματα, το συγκεκριμένο θα ανοίξει το δρόμο και σε άλλους λαούς. Αν μπορεί η Ελλάδα, τότε γιατί όχι η Ιταλία, ή η Γαλλία, αν αυτό κριθεί απαραίτητο; Το επιχείρημα που ακούγαμε στη χώρα μας ως τώρα ήταν πως «ο ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος όπως οι κεντροευρωπαίοι για να συμμετάσχει σ’ ένα δημοψήφισμα». Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς, για παράδειγμα τον κ. Ολάντ, να εξηγεί στους Γάλλους ότι δεν έχουν το επίπεδο των Ελλήνων προκειμένου να αποφασίσουν μόνοι τους αν εγκρίνουν ένα πρόγραμμα λιτότητας.. Έτσι, η σύγχρονη Ελλάδα θα γίνει ξανά κοιτίδα της δημοκρατίας κι ας απέχει πολύ από τα περασμένα μεγαλεία της. Η δε μάχη κατά της λιτότητας θα μπει σε νέα τροχιά, χάρις στα καινά δαιμόνια που θα εισάγει ένα ταπεινό μέλος των «PIIGS».
Ο δεύτερος λόγος υπέρ δημοψηφίσματος έναντι εκλογών είναι γιατί στις τελευταίες εκλογές ο λαός διάλεξε να τον κυβερνήσουν οι καλύτεροι δυνατοί. Αυτό μοιάζει με εξιδανίκευση των νέων κυβερνώντων, σαν να μην είναι ορατά τα λάθη, οι ανεπάρκειες, η ατολμία τους, όμως, αποτελεί την απλή διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αντίπαλος. Η σαμαρική Ν.Δ. βρίσκεται κάπου στα μισά του προηγούμενου αιώνα. Παλινδρομεί μεταξύ μπρουτάλ αρσενικότητας, πεζοδρομιακής αργκό και ευρωλαγνείας. Πλήρης ένδεια επιχειρημάτων και πολιτικής ουσίας, περίσσεια υποταγής στις προσταγές «των ισχυρών» και αντί προγράμματος ευχές και «έχει ο Θεός». Φθαρμένα, ταλαιπωρημένα πρόσωπα διαφόρων ηλικιών, αναπαράγουν τεχνικές και κουτοπονηριές των οποίων η ημερομηνία λήξης έχει περάσει προ πολλού.
Διασώζονται από την ολοκληρωτική γελοιοποίηση λόγω της αναφανδόν υποστήριξης της οποίας χαίρουν από τα κυρίαρχα media. Αλλά, ως πότε; Το δε ΠΑΣΟΚ, αποτελεί πλέον συνιστώσα της Ν.Δ. παρόλο που, λόγω αδράνειας μάλλον, συνεχίζει να έχει στο δυναμικό του αξιόλογους ανθρώπους. Ωστόσο, δεν αποτελεί πρόταση καθώς δεν είναι σαφές το τι επιδιώκει πέρα από την εξουσία καθαυτή. Μέχρι να αποκτήσει νέα ηγεσία και πολιτικό στίγμα μάλλον κανείς δεν θα τολμούσε να το (ξανα)δοκιμάσει. Απομένει το ΠΟΤΑΜΙ το οποίο είναι τόσο εξώφθαλμα δεμένο στο άρμα της διαπλοκής που δεν μπορεί να αυξήσει την εμβέλειά του σημαντικά. Ο μόνος λόγος που συντηρείται είναι γιατί στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμούν ρήξεις με κατεστημένες νοοτροπίες και πρακτικές, δεν τολμούν να εφαρμόσουν μέτρα προώθησης της αξιοκρατίας και της παραγωγικότητας που είναι απαραίτητα συστατικά μιας αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής.
Έτσι, κάποιος κόσμος παραβλέπει το δημοκρατικό έλλειμμα εντός του κόμματος αυτού, τον αυστηρά αρχηγικό άρα και παραγοντίστικο χαρακτήρα του, ελπίζοντας ότι αποτελεί όχημα που θα μας οδηγήσει σε μια δικαιότερη κοινωνία. Παρόλα αυτά όμως , και παρά την ιδιαίτερη αγάπη μερίδας των ΜΜΕ, δεν αποτελεί εναλλακτική πρόταση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο λαός γνωρίζει ότι μπορεί να προσάψει στους ανθρώπους του απειρία, υπέρμετρο ενθουσιασμό, ακόμα και έλλειψη ρεαλισμού, αλλά σε καμία περίπτωση εξάρτηση από την ντόπια ή τη διεθνή ολιγαρχία. Και αυτό, στη σημερινή Ελλάδα που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου από τον “μύθο” των ολυμπιακών αγώνων στη φούσκα του χρηματιστηρίου και από το «εκσυγχρονιστικό πάρτι των κολλητών» ως την παράλογη μνημονιακή πολιτική αποτελεί το κυρίαρχο διακύβευμα. Αναγνωρίζονται οι καλές προθέσεις και η προσπάθεια να λειτουργήσει ξανά η δημοκρατία στη χώρα μας. Συνεπώς, ζήτημα ποιός θα κυβερνήσει , στην παρούσα συγκυρία, δεν τίθεται. Το ανοιχτό ζήτημα είναι ποια ακριβώς πολιτική πρέπει να ακολουθήσουν αυτά τα νέα και άφθαρτα πρόσωπα. Έτσι καταγράφηκαν τα δεδομένα στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, έτσι παραμένουν όσο δεν βρισκόμαστε σε νέα.
Η εντολή προς τα δύο κόμματα της κυβέρνησης ήταν σαφής : «Όχι άλλη λιτότητα,-συνεχίστε την ευρωπαϊκή μας πορεία». Δεν υπάρχει αντίφαση στο αίτημα αυτό, εκτός και αν οι δανειστές επιμείνουν στον ωμό εκβιασμό οπότε θα πρέπει να διαλέξουμε τι απ’ τα δύο θέλουμε. Υπάρχει μια τάση, όμως, μέσα μας να αποφεύγουμε τις ευθύνες. Πολλοί θα προτιμούσαν έναν άτιμο συμβιβασμό (=μια συμφωνία που θα αναστήσει εκ νεκρών το μνημόνιο) από τη ρήξη χωρίς όμως να αναλαμβάνουν την ευθύνη να στηρίξουν μια τέτοια επιλογή. «Να το κάνει ο Τσίπρας», για να μπορούν, εκ του ασφαλούς, να κατηγορούν τους «κακούς πολιτικούς» και τους «επίορκους βουλευτές». Αντίστοιχα, κάποιοι υπερθεματίζουν επαναστατικά, γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα ότι αυτά που πρεσβεύουν είναι είτε ανέφικτα, είτε καταστροφικά. Είναι βολικό, όμως, να προτείνεις κάτι που ακούγεται ευχάριστα στ’ αυτί, γνωρίζοντας ότι δεν κινδυνεύεις να το ζήσεις. Φίλος, που ανήκει στο άνω κομμάτι της μεσαίας τάξης, κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν «έσκισε τα μνημόνια».
Όταν του απάντησα ότι αυτό σημαίνει εδώ και τώρα ρήξη και έξοδο, και τον καλωσόρισα χαριτολογώντας στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς τον έπιασε σύγκρυο. Δεν είχε ή δεν ήθελε να καταλάβει. Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος, λοιπόν, υπέρ δημοψηφίσματος, είναι η ανάγκη να ωριμάσουμε ως πολίτες. Να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας. Είμαστε εξίσου ικανοί να διαχειριστούμε επιτυχώς μια ρήξη και έξοδο από την ευρωζώνη όσο και έναν άτιμο συμβιβασμό. Υπήρχαμε και πριν το 2002, πριν την ΕΕ και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε και μετά. Αρκεί να είμαστε ενωμένοι και αποφασισμένοι. Αρκεί να έχει γίνει σαφές ότι δεν αποφασίζουν άλλοι πριν από μας για μας, αλλά εμείς οι ίδιοι για τις τύχες μας. Αν δε, επιλέξουμε τη λιτότητα ως τίμημα παραμονής μας στην ευρωζώνη, ας είναι αυτή μια συνειδητή επιλογή και ας μη γυρεύουμε εξιλαστήρια θύματα.
Πέρα απ’ αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός πως οποιαδήποτε εκλογική αναταραχή θα διέκοπτε την πολύ καλή δουλειά που γίνεται τόσο στο ξεκαθάρισμα του τοπίου των ΜΜΕ όσο και στην επιβολή του νόμου και του σεβασμού των κανόνων, στην ολιγαρχία. Θα ήταν κρίμα να χαθεί χρόνος αφού, σε μεγάλο βαθμό, η έξοδος της χώρας από την κρίση εξαρτάται από τις μάχες αυτές. Μην ξεχνάμε ότι η εκτελεστική εξουσία κρατούσε πάντα το πάνω χέρι έναντι της ελιτ του πλούτου ως το τέλος της εποχής του Α. Παπανδρέου.
Η ισορροπία αυτή ανατράπηκε από τον Κ. Σημίτη, ο οποίος προκειμένου να επιτύχει την εκλογή του στην ηγεσία κόντρα στους εσωτερικούς συσχετισμούς του κόμματος του, παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στους μηντιάρχες. Αυτό το γεγονός έμελλε να σφραγίσει τη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Ο Κ. Καραμανλής, έχοντας αφουγκραστεί την λαϊκή απαίτηση, προσπάθησε να συγκρουστεί κατά το πρώτο διάστημα της κυβέρνησής του, μιλώντας μάλιστα σκληρά για ‘νταβατζήδες’, ωστόσο, μη έχοντας ζυμωμένη την κομματική του βάση, πολύ γρήγορα ανέκρουσε πρύμναν. Έκτοτε, αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων παγιώθηκε και κανείς δεν διανοήθηκε να σηκώσει κεφάλι μέχρι σήμερα, όπου, αφενός μεν τα κυρίαρχα μέσα έχουν απολέσει και το τελευταίο φύλλο συκής αξιοπιστίας, αφετέρου δε, έχουμε μια κυβέρνηση η οποία, παρά τις χίλιες αποχρώσεις/ αντιθέσεις/ προσεγγίσεις που μπορεί να διαθέτει για κάθε ζήτημα, ομονοεί σε ένα σημείο, στην ανάγκη ρήξης με το καθεστώς της διαπλοκής.
Αλλά, ας δούμε λίγο το σκεπτικό όσων θεωρούν ότι η διενέργεια εκλογών θα μπορούσε να εκτονώσει την ένταση και να επιτρέψει σε έναν ΣΥΡΙΖΑ με άνετη πλειοψηφία να εφαρμόσει εν λευκώ όποια πολιτική κρίνει αναγκαία. Καταρχήν η διενέργεια εκλογών συνιστά στρατηγική ήττα, αφού στην ουσία θα θεωρηθεί ότι «οι θεσμοί» έριξαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Δεύτερον, θα οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε θέση υποστήριξης ενός νέου προγράμματος λιτότητας ή στη ρήξη. Συνεπώς, οι συντηρητικοί συμπολίτες μας που επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ όχι σαν αριστερή αλλά απλώς σαν την υγιή δύναμη, σαν εκείνον που ‘θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά’, θα αναγκαστούν να μετοικήσουν. Το πού δεν έχει σημασία. Στη δε περίπτωση που στηρίξει προεκλογικά κάτι που θα παρουσιάζεται σαν ‘νέο μνημόνιο’, κινδυνεύει να χάσει από παντού. Από αριστερά προφανώς, αλλά και από δεξιά, αφού θα έχει θεωρηθεί αναξιόπιστος, άρα ίδιος με το παλιό καθεστώς. Αν πρόκειται για μία απ’ τα ίδια, καλύτερα να έχουμε αυτούς που ξέρουμε θα σκεφτεί εύλογα ο κόσμος. Ακόμα και για τους ψηφοφόρους του που επιθυμούν έναν οποιονδήποτε συμβιβασμό έναντι της ρήξης-και δεν είναι λίγοι αυτοί-, η διενέργεια εκλογών θα τους απογοητεύσει, αφού θα δείξει ατολμία και αναποτελεσματικότητα.
Και όλα αυτά, βεβαίως, όχι έχοντας πλέον απέναντι ένα σκορποχώρι, αλλά έναν ευρύτατο συνασπισμό των –αυτοαποκαλούμενων- ‘ευρωπαϊκών δυνάμεων’, πιθανότατα με ένα ‘φρέσκο’ πρόσωπο στην ηγεσία και εν μέσω της ισχυρότερης επικοινωνιακής καταιγίδας διεθνών διαστάσεων που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι αν μπούμε σε προεκλογική περίοδο τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν. Η ουσία τους μπορεί να μην γίνεται να αλλάξει τόσο γρήγορα, η παρακμή των συστημικών δυνάμεων είναι βαθιά και ριζική, όμως αλλάζει εύκολα η εικόνα τους.
Τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Άλλωστε αν όλα αυτά δεν φθάσουν, «οι θεσμοί» μπορούν πάντα λίγες μέρες πριν τις κάλπες να βγάλουν έναν λαγό από το καπέλο τους: μια βελτιωμένη την πρόταση, υπό τον όρο –βέβαια- ότι θα έχουν να κάνουν με έναν αξιόπιστο, φιλικό συνομιλητή. Αυτό, θα ήταν ευθεία ανάμιξη στα εσωτερικά μας θα μπορούσε να πει κανείς. Φυσικά. Γιατί, η μέχρι τώρα συμπεριφορά τους τι είναι; Κλείνοντας, ας κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι παρ’ όλες τις αντιξοότητες ο ΣΥΡΙΖΑ νικά. Αν το καταφέρει αυτό κόντρα σε όλους και όλα, τότε δεν θα μιλάμε για απλή νίκη, αλλά για θρίαμβο. Είμαστε σίγουροι ότι θα θέλαμε κάτι τέτοιο; Ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι του θα έπρεπε να τρέμουν μπροστά σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Σήμερα υπάρχει μια κυβέρνηση που ενώνει αριστερά και δεξιά. Που δεν έχει ερείσματα στο βαθύ κράτος και κατέχει ένα μέρος της εξουσίας και μόνο. Αυτό, είναι πολύ καλό για τον μέσο πολίτη. Η διάκριση εξουσιών παύει να είναι κενό γράμμα και αποκτά ουσία και υπόσταση. Το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί και η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς του αποκαθίσταται μέρα τη μέρα. Γιατί από την παντοδυναμία δύο κομμάτων να μεταβούμε σ’ εκείνη ενός τρίτου;
Συνοψίζοντας, η διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή μη ενός επαχθούς οικονομικού σχέδιου των δανειστών θα γεμίσει αυτοπεποίθηση τόσο το λαό μας όσο και τα κόμματα και κινήματα αμφισβήτησης του μονόδρομου της λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Θα μας δώσει την ευκαιρία να ωριμάσουμε και να αποφασίσουμε ελεύθερα για το μέλλον μας.
Θα αποδείξει έμπρακτα ότι ακόμα και μπροστά στον χειρότερο εκβιασμό υπάρχει λύση. Λύση με κόστος, όχι για την ίδια τη χώρα που αποφάσισε να τολμήσει κάτι διαφορετικό, αλλά για την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία η οποία θα λάβει το σαφές μήνυμα ότι αν συνεχίσει την αδιέξοδη πολιτική της τότε το οικοδόμημά της κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή, ακόμα και από λάθος, να καταρρεύσει.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Σταθάκης: Πιθανή μια πρώτη συμφωνία τα επόμενα 24ωρα
Φίλης: Δεν επιδιώκουμε εκλογές, αλλά δεν τις φοβόμαστε